Έγκλημα χωρίς ενόχους και τιμωρία

Δεκατρία χρόνια μετά τη… λεηλασία στον «ναό του χρήματος», περισσότεροι από 1,5 εκατομμύρια Έλληνες –«καμένοι» μικροεπενδυτές της Σοφοκλέους– είχαν έτσι κι αλλιώς πάψει να ελπίζουν σε δικαίωση. Αυτό όμως που συνέβη πριν από λίγες ημέρες με την απαλλακτική απόφαση-«σκούπα» του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων και για τους 42 κατηγορουμένους στην πολύκροτη αυτή υπόθεση, μάλλον ξεπερνάει κάθε φαντασία. Και αυτό διότι, με την εν λόγω απόφαση, το αποκαλούμενο και ως έγκλημα του Χρηματιστηρίου με τις μετοχές-«φούσκες» έμεινε ατιμώρητο.

Της Καίτης Καλογήρου

Κατά τη Δικαιοσύνη –σε πρώτο βαθμό τουλάχιστον– όλοι οι κατηγορούμενοι, χρηματιστές, επιχειρηματίες και άλλοι μεγαλοπαράγοντες στην τότε Σοφοκλέους είναι αθώοι. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, κατά της απόφασης αυτής να ασκηθεί από την εισαγγελία του Αρείου Πάγου αναίρεση, κάτι που αν τελικώς αποφασισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα οδηγήσει την υπόθεση σε νέα δικαστική κρίση.

Η δυσαρέσκεια πάντως για την «τύχη» που επεφύλαξε η Δικαιοσύνη στους κατηγορουμένους για τις μετοχές-«φούσκες» είναι μεγάλη και προέρχεται κυρίως από λειτουργούς της Θέμιδος που χειρίστηκαν την ογκωδέστατη δικογραφία σε επίπεδο ερευνών και κατάφεραν να συλλέξουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα στήριζαν την άσκηση των διώξεων.

Ειδικότερα, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας, έπειτα από μαραθώνια ακροαματική διαδικασία και παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, αθώωσε 42 άτομα που κατηγορούνταν σε βαθμό κακουργήματος για απάτη και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Οι δικαστές έκριναν πως δεν στοιχειοθετήθηκε η απάτη διότι, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η τιμή πώλησης των επίδικων πακέτων μετοχών επηρέασαν την τελική τους τιμή στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου τη συγκεκριμένη περίοδο.

Έτσι, αθώοι κρίθηκαν οι: Παναγιώτης Κονταλέξης (χρηματιστής), Γεώργιος Μπατατούδης (μέτοχος της Ιντερσάτ), Παναγιώτης Πανούσης (μέτοχος της Άττικατ), Κωνσταντίνος Στέγγος, Χρυσή Στέγγου, Στυλιανή Στέγγου (της Τεχνικής Ολυμπιακής), Σπυρίδωνας Τασόγλου (της ομώνυμης εισηγημένης εταιρείας), Ηλίας Τσοτάκος (χρηματιστής), Δημήτριος Ράνιος (χρηματιστής), Ηλίας Μπογδάνος (της Active Επενδυτικής), Ελένη Ζησιμοπούλου, Θεοφάνης Ράνιος (χρηματιστής), Ιωάννης Σφακιανάκης, Αγγελική Ζησιμοπούλου, Βασίλειος Μανιός (εφοπλιστής), Αναστασία Κολλακή (σύζυγος εφοπλιστή), Παντελής-Ελευθέριος Κολλάκης (εφοπλιστής), Σταύρος Γαλανάκης, Ιωάννης Τσούρτης, Γεώργιος Στέγγος (Τεχνική Ολυμπιακή), Βαρβάρα Τσούρτη, Σταυρούλα-Μαρία Λακοπούλου, Ιορδάνης Αρζόγλου και Ζωή Στέγγου.

Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων είχαν εξεταστεί δεκάδες μάρτυρες κατηγορητηρίου, ανάμεσά τους υπάλληλοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αλλά και υπάλληλοι του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ). «Εκείνη την εποχή το κλίμα ήταν τέτοιο, που και η κουτσή Μαρία έπαιζε στο Χρηματιστήριο. Κανείς δεν επηρεαζόταν από αυτά που έλεγαν οι εταιρείες», ανέφερε στην κατάθεσή του στο δικαστήριο μάρτυρας της υπόθεσης, περιγράφοντας με λίγες λέξεις τις προσδοκίες χιλιάδων πολιτών για οικονομική ευδαιμονία με εύκολο όμως και γρήγορο χρήμα.

Σε αυτό ακριβώς το επιχείρημα, άλλωστε, έχει οικοδομηθεί και η υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε στο δικαστήριο το σύνολο σχεδόν των κατηγορουμένων. Ότι, δηλαδή, η δυναμική της εποχής ήταν τέτοια που οι Έλληνες, ακόμη και οι πλέον αδαείς έως τότε με το Χρηματιστήριο, ήθελαν να επενδύσουν, αυξάνοντας τις οικονομίες τους και αλλάζοντας το επίπεδο της ζωής τους. Σε αυτό το πνεύμα, η υπεράσπιση υποστηρίζει μάλιστα στο δικαστήριο ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της απάτης, διότι «έτσι ή αλλιώς οι επενδυτές δεν μπορούσαν να αγοράσουν στη μειωμένη τιμή τις μετοχές άλλα με την τιμή του ταμπλό».

Η αναίρεση

Μετά την αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας μόνη ελπίδα η υπόθεση με τις μετοχές-«φούσκες» του Χρηματιστηρίου να τεθεί εκ νέου στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης, είναι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κα Ευτέρπη Γκουτζαμάνη να ασκήσει αναίρεση. Ωστόσο, η αναίρεση δεν μπορεί να ασκηθεί με κανέναν τρόπο τουλάχιστον πριν από την παρέλευση δύο ή τριών μηνών, χωρίς φυσικά να μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο να μην ασκηθεί ποτέ.

Πάντως, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, πριν από οποιαδήποτε κίνησή της, θα πρέπει να πάρει πρώτα στα χέρια της την αθωωτική απόφαση για το σκάνδαλο των μετοχών-«φούσκες». Αυτό για να γίνει θα πρέπει να προηγηθεί το γράψιμο του σκεπτικού της απαλλακτικής απόφασης, η καθαρογραφή (δακτυλογράφηση) της απόφασης, η θεώρησή της και η διαβίβασή της στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Μετά από όλα αυτά, η κα Γκουτζαμάνη θα πρέπει να διαβάσει την απόφαση και να εξετάσει εάν υπάρχουν ή όχι νομικά σφάλματα ή ελλείψεις στην αιτιολογία της απόφασης, που να μπορούν να δικαιολογήσουν την άσκηση αναίρεσης. Τότε και μόνο τότε θα κριθεί το ενδεχόμενο να ασκηθεί ή όχι αναίρεση.

Ωστόσο, από την ανάκριση που είχε προηγηθεί της δίκης είχε προκύψει ότι οι κατηγορούμενοι, διαδίδοντας ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες, σκοπό είχαν να αποκομίσουν παράνομα περιουσιακά οφέλη. Ενδεικτικά, αναφέρεται στο βούλευμα βάσει του οποίου οι 42 κάθισαν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων: «Σκοπός των κατηγορουμένων ήταν με τη δημοσίευση και τη διάδοση ανακριβών και παραπλανητικών πληροφοριών προς το επενδυτικό κοινό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Προηγουμένως, πέτυχαν να πλήξουν την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα των πληροφοριών της χρηματιστηριακής αγοράς, καθώς οι καταχωρημένες στους πίνακες τιμές των μετοχών αλλά και άλλοι συναλλασσόμενοι που δεν γνώριζαν τις μεθοδεύσεις, θεωρούσαν τις ανακοινωθείσες τιμές ως αντιπροσωπευτικές της πραγματικής αξίας των μετοχών». Μάλιστα, αν κατά τους δικαστές «το επενδυτικό κοινό γνώριζε την εξωχρηματιστηριακή τιμή της μετοχής, ασφαλώς δεν θα προέβαινε σε αγορές σε τιμές μεγαλύτερες του 50% της χρηματιστηριακής αξίας».

H ανακρίτρια και η δωροδοκία

Η δικογραφία με τις μετοχές-«φούσκες» βρισκόταν αρχικά στα χέρια τής πρώην ανακρίτριας Κωνσταντίνας Μπουρμπούλια, η οποία όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων είχε ευνοήσει ορισμένους κατηγορουμένους στην υπόθεση. Μάλιστα, για τους χειρισμούς της στην υπόθεση του Χρηματιστηρίου, η πρώην ανακρίτρια καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Η Κ. Μπουρμπούλια κρίθηκε ένοχη για κατάχρηση εξουσίας και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δωροδοκήθηκε προκειμένου να μην ασκήσει δίωξη σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος των υπευθύνων της εταιρείας Σ. ΣΙΓΑΛΑΣ ΑΤΕ, που φέρονται να εξαπάτησαν την περίοδο 1999-2000 χιλιάδες επενδυτές του Χρηματιστηρίου, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη. Για την ίδια υπόθεση δικαστήριο επέβαλε ποινές με ανασταλτικό χαρακτήρα σε ακόμη δέκα άτομα, μεταξύ των οποίων οι επιχειρηματίες Τρύφων Αποστολόπουλος και Παναγιώτης Πανούσης.

Η αποκάλυψη αυτή, ότι δηλαδή η ανακρίτρια χρηματιζόταν για να μην προφυλακίσει κατηγορουμένους για τις μετοχές-«φούσκες», έδωσε και το έναυσμα για την επανεξέταση της υπόθεσης. Ο εισαγγελέας Χαράλαμπος Λακαφώσης είχε ζητήσει την επανεξέταση κάποιων υποθέσεων για τις μετοχές-«φούσκες» του Χρηματιστηρίου και ύστερα από πρότασή του παραπέμφθηκαν αρχικά σε δίκη 67 άτομα, τα οποία στη συνέχεια έφτασαν με το εφετειακό βούλευμα που εκδόθηκε στα 52.

Η εισαγγελική έρευνα για την υπόθεση του Χρηματιστηρίου είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1999, λίγους μήνες δηλαδή προτού εκραγεί η χρηματιστηριακή «φούσκα». Επικεφαλής των ερευνών είχε τεθεί ο τότε εισαγγελέας του ΣΔΟΕ, Δημήτρης Ασπρογέρακας. Η προκαταρκτική εξέταση είχε ξεκινήσει κυριολεκτικά στα τυφλά, έχοντας ως μόνη «βάση δεδομένων» τις καταγγελίες των εφημερίδων εκείνης της περιόδου. Η έρευνα προχώρησε μέχρι την άνοιξη του 2000, όταν ασκήθηκαν κακουργηματικές ποινικές διώξεις κατά παντός υπευθύνου.

Τότε κάνει την εμφάνισή της η Κ. Μπουρμπούλια. Η 19η τακτική ανακρίτρια θεωρήθηκε αδιάφθορη διώκτρια, δεν πέρασε όμως πολύ καιρός μέχρι να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες κατηγορίες για δωροδοκία αλλά και για εύνοιά της στο πρόσωπο κάποιων κατηγορουμένων. Τον Μάρτιο του 2003, η Κ. Μπουρμπούλια υπέβαλε την παραίτησή της από το δικαστικό σώμα. Λίγο αργότερα, έχοντας πλέον στην πλάτη της πειθαρχικές και ποινικές διώξεις, επέλεξε να εξαφανιστεί και οι ελληνικές αρχές να εκδώσουν σε βάρος της ένταλμα για τη σύλληψή της. Το αποκαλούμενο παραδικαστικό σκάνδαλο είχε πλέον ξεσπάσει. Χρόνια αργότερα, ακολούθησαν και οι καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της.

Κωνσταντίνα Μπουρμπούλια: «Δεν δωροδοκήθηκα»

Η ίδια η Κ. Μπουρμπούλια πάντως στην απολογία της ενώπιον της Δικαιοσύνης είχε αρνηθεί ότι είχε δωροδοκηθεί ως ανακρίτρια στην υπόθεση του Χρηματιστηρίου: «Εγώ ποτέ δεν δωροδοκήθηκα από κανέναν. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μου δεν θα μου επέτρεπαν πότε να ζητήσω χρήματα από κατηγορουμένους. Νομίζω ότι φάνηκε καθαρά από τη διαδικασία. Είχα μεγάλη κληρονομιά και ακίνητα. Καλούμαι να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας», είχε υποστηρίξει η κα Μπουρμπούλια, για να αναφερθεί στη συνέχεια στις μετοχές-«φούσκες»:

«Το χρηματιστήριο έριξε μια κυβέρνηση και ανέβηκε μια άλλη. Το εύκολο θύμα στην ιστορία ήμουν εγώ ως ανακρίτρια, γιατί έδωσα αφορμή με τη σχέση μου με τον δικηγόρο (σ.σ. εννοούσε τον κ. Σταύρο Κουμεντάκη, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικό δεσμό, αν και εκείνος ήταν δικηγόρος κατηγορουμένων στην υπόθεση του χρηματιστηρίου που η ίδια χειρίζονταν)».

Η Κ. Μπουρμπούλια παραδέχθηκε ότι η συμπεριφορά της αναφορικά με τον δεσμό που διατηρούσε με τον κ. Κουμεντάκη «ήταν επιπόλαιη για δικαστή». Είπε ακόμη πως, όταν ανέλαβε την υπόθεση του Χρηματιστηρίου, ο πατέρας της ζήτησε να αρνηθεί να διενεργήσει τη σχετική έρευνα. Ωστόσο, δεν τον άκουσε καθώς, όπως είπε, τότε δεν της περνούσε από το μυαλό ότι μια ανακρίτρια, όπως η ίδια, θα ήταν τελικά το θύμα…

 

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα