«Ακριβά» κεφάλ(α)ια για… πέταμα!

Πάρα πολύ συχνά, ειδικά τα τελευταία χρόνια της μεγάλης κρίσης, γίνεται λόγος για αριθμούς: το ποσοστό του υπερπλεονάσματος, τον αριθμό των ανέργων, τα χαμένα κεφάλαια των τραπεζών. Αυτό που «ξεχνιέται» μονίμως είναι το πόσο μεγάλο κεφάλαιο είναι για κάθε κοινωνία –και συνεπώς για κάθε οικονομία– οι άνθρωποί της. Δυστυχώς μας το θύμισε με κυνικό τρόπο η ετήσια έκθεσή του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία. Σε αυτήν, στο κομμάτι της που αφορά την Ελλάδα, υπογραμμίζονται όχι μόνο οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και υψηλό δημόσιο χρέος, αλλά η «διπλή ύφεση» για τη χώρα μας, που μεταφράζεται σε σοβαρότατη πτώση του δείκτη γονιμότητας, Ο μέσος όρος γεννήσεων ανά Ελληνίδα έπεσε από το 1,5 στο 1,3, αναδεικνύοντας το δημογραφικό ως μείζον πρόβλημα της χώρας.

Από το 2011 και έπειτα η Ελλάδα εμφανίζει ένα πρωτοφανές για τα μεταπολεμικά χρόνια αρνητικό φυσικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων, καθώς η υπογεννητικότητα και η μετανάστευση των ελλήνων μείωσε σημαντικά τον πληθυσμό της χώρας. Αντίθετα με ό,τι εμφανίζεται στον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας για την περίοδο από το 1935 και μέχρι το 1975, καμία ελληνική γενιά δεν αναπληρώθηκε, καθώς από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα συνεχής μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Πρωτοτυπώντας για ακόμη μια φόρα η Ελλάδα δεν κατέγραψε μεταπολεμικό «baby boom» όπως συνέβη στη δυτική Ευρώπη, αλλά η όποια αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και την επιστροφή Ελλήνων μεταναστών και τη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής.

Και σαν να μην αρκεί που η Ελλάδα γερνάει επικίνδυνα ή ότι αιμορραγεί πνευματικά και εργασιακά (σ.σ. πάνω από 600.000 είναι οι Έλληνες που μετανάστευσαν στα χρόνια της κρίσης), το δυσοίωνο παζλ έρχεται να συμπληρωθεί με την οικονομική δυσκολία που έχουν τα Ελληνόπουλα που μένουν πίσω να σπουδάσουν. Με την «δωρεάν δημόσια παιδεία» να αποτελεί κακόγουστο και κρύο ανέκδοτο η ελληνική οικογένεια δαπανά ετησίως 1,5 δισ. ευρώ για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση των παιδιών τους. Τα €3.200 που υπολογίστηκε σε σχετική μελέτη η μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή (νηπιαγωγείο έως και λύκειο) είναι διπλάσια μεν από την μέση ετήσια ιδιωτική δαπάνη ανά μαθητή γυμνασίου ή λυκείου (εξαιρουμένων των διδάκτρων για ιδιωτικά σχολεία) που ήταν €1.548, μια δαπάνη που όμως όφειλε να είναι μηδενική.

Πληρώνουμε, και μάλιστα ακριβά, για κάτι που όφειλε είναι δωρεάν, καθώς όμως δεν αρκεί το πορτοφόλι για να κάνεις παιδιά, δεν κάνουμε παιδιά, κάποια από τα παιδιά μας φεύγουν και αυτά που δεν φεύγουν από την χώρα, δυσκολεύονται ακόμα και να φύγουν και από το σπίτι τους ως ενήλικες πια. Γιατί ούτε για αυτό δεν αρκεί το υπερφορολογημένο ελληνικό πορτοφόλι.

Ίσως, εν τέλει, από όλα τα στοιχήματα που έχασε η «πρώτη φορά κυβερνητική Αριστερά» –η διαπραγμάτευση που κατέληξε σε μνημόνιο, οι εθνικές ήττες στο Μακεδονικό και τα Ελληνοτουρκικά, τα «ματωμένα» υπερπλεονάσματα– να είναι αυτό της παιδείας που πονάει πιο πολύ. Διότι συνεχίζει να πετάει στον Καιάδα το πολυτιμότερο κεφάλαιό της, τα παιδιά της!

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα