Αλλάζει ο γεωπολιτικός χάρτης του τουρισμού

Παρά τον εκσυγχρονισμό του κλάδου δεν έχουν εκλείψει οι παθογένειες που ταλανίζουν τις εγχώριες ξενοδοχειακές μονάδες

Ο Ιούνιος μάς έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τον προϋπαντήσουμε στο ελληνικό ξενοδοχείο, που ήδη από το Πάσχα είχε αισθητά ακριβότερο τιμοκατάλογο από πέρυσι.

Της Άννας Στεργίου(*)

Το αυξημένο ενεργειακό κόστος συμπαρασύρει και το μεταφορικό κόστος κι αυτό με τη σειρά του το αγροδιατροφικό κόστος. Ακόμη μεγαλύτερο το πρόβλημα στα ελληνικά νησιά, που η ενεργειακή κρίση επιβαρύνει τον προϋπολογισμό των ξενοδοχειακών μονάδων, που είναι η ελπίδα της ελληνικής οικονομίας για ανάκαμψη.

Οι πολιτικές που κατά καιρούς έχουν γίνει για το ελληνικό ξενοδοχείο από την πολιτεία είναι ατελείς, διότι ενώ όλοι αναγνωρίζουν την αξία του τουρισμού, κανείς δεν σκύβει πάνω στις μελέτες που γίνονται για τον κλάδο. Πρόκειται για πολιτικές οριζόντιες, οι οποίες έχουν την αξία τους, όταν πρόκειται για ξένες αγορές, κάτι που ξεκίνησε επί εποχής Δημήτρη Αβραμόπουλου και ορθώς συνεχίστηκε από όλες τις κυβερνήσεις. Αν και κατά καιρούς όλοι αντιμετώπιζαν τον τουρισμό επιδερμικά, επιτέλους μέσα στην οικονομική κρίση κατάλαβαν την αξία του τουρισμού-επισιτισμού και του τι μπορεί να προσφέρει, αν λίγο δοθεί έμφαση στον τομέα ώστε να συναγωνιστεί τις ανταγωνίστριες χώρες και τις αναδυόμενες αγορές.

Το πρόβλημα της Ρωσίας

Παρόλα αυτά το πρόβλημα της Ρωσίας δεν είναι αμελητέο για το εγχώριο τουριστικό οικοσύστημα. Υπάρχουν άνθρωποι και εταιρείες που είναι σε απόγνωση ενώ τροφοδοτείται η αγορά της γειτονικής Τουρκίας. Αλλάζει, δηλαδή, ο γεωπολιτικός χάρτης του τουρισμού και ελληνικά ξενοδοχεία ή εταιρείες  που είχαν επαφή ή μεγάλη εξάρτηση από τη ρωσική αγορά καταστρέφονται, παρότι υπήρξε κάποια πρόβλεψη για ξενοδοχεία ενώ σε αυτό προστίθενται οι απειλές Ερντογάν.

Η πανδημία τσάκισε το ελληνικό ξενοδοχείο κι αφαίμαξε το ελληνικό εστιατόριο. Η νέα κρίση που έρχεται να προστεθεί λόγω του πολέμου και των απότοκων στον χώρο της ενέργειας, δημιουργεί σκεπτικισμό και νέο πονοκέφαλο. Το κόστος αυτό δεν μπορεί να συγκρατηθεί πια, διότι ήδη οι ξενοδόχοι είναι σε οριακή κατάσταση. Σε ακόμη δεινότερη θέση οι ξενοδοχοϋπάλληλοι λόγω της πανδημίας, που αναζήτησαν αλλού μεροκάματο με αποτέλεσμα να λείπουν εργατικά χέρια. Αντίστοιχα, προβλήματα λόγω ενεργειακού κόστους δημιουργούνται και στους συναφείς κλάδους του τουρισμού, π.χ. τουριστικά λεωφορεία, τουριστικά σκάφη κ.ά.

Η «ακτινογραφία» των μονάδων

Όλα αυτά όμως συμπίπτουν χρονικά και με την ανάγκη του ελληνικού ξενοδοχείου να προχωρήσει σε αλλαγές λόγω της ψηφιακής τεχνολογίας και της πράσινης μετάβασης αλλά και της προσβασιμότητας. Τα κόστη αυτά δεν είναι εύκολα αντιμετωπίσιμα κυρίως για ένα μικρό ελληνικό ξενοδοχείο. Το κόστος διατροφής, είναι επίσης, αυξημένο λόγω του πολέμου. Νέο πλήγμα για τον ελληνικό τουρισμό είναι η μοβ μέδουσα.

Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, που έγινε τον περασμένο Μάρτιο, η χώρα διαθέτει 10.098 μονάδες εκ των οποίων οι συντριπτική πλειοψηφία είναι μόλις 2 αστέρων. Τα περισσότερα δωμάτια σε «τετράστερα» ξενοδοχεία δηλαδή 124.955 δωμάτια. Υπάρχει σαφής ποιοτική βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, αφού τα «τετράστερα» διαθέτουν τις περισσότερες κλίνες και είναι 250.566 ενώ παρά τις λιγοστές τουριστικές μονάδες πέντε αστέρων έχουν αυξηθεί και τα δωμάτια σε 97.342 και οι κλίνες σε 250.566.

Η έρευνα του ΙΤΕΠ δείχνει πως το 52,2% των ξενοδοχείων βρίσκεται στη νησιωτική χώρα με την κατανομή να έχει ως εξής: το 22,2% είναι στο Νότιο Αιγαίο, το 16,3% στην Κρήτη, το 9,9% στα Ιόνια Νησιά και το 3,88% στο Βόρειο Αιγαίο. Στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό είναι αισθητά υψηλότερο, γιατί υπάρχουν περιφέρειες, που έχουν νησιά ενώ είναι ηπειρωτικές: Για παράδειγμα η Αττική έχει την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, τα Κύθηρα κ.ά. η Θάσος κι η Σαμοθράκη ανήκουν στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, η Θεσσαλία έχει τις Σποράδες κ.ο.κ.

Εποχικότητα και άλλες «ασθένειες»

Το ελληνικό ξενοδοχείο έχει να αντιμετωπίσει, επίσης, τη μόνιμη παθογένεια της εποχικότητας κατά 61% αλλά και του αυξημένου κόστους λόγω της πανδημίας (διαχωρισμός τραπεζιών, απολυμαντικά, μάσκες για το προσωπικό, γάντια κ.ά.).

Το ελληνικό ξενοδοχείο παρά τη βελτίωση των μεγεθών του είναι κατά βάση μικρό κι είναι σε μεγάλο βαθμό οικογενειακή εκμετάλλευση. Αυτό του δίνει μία ευελιξία ως προς το κόστος αλλά δεν του δίνει εύκολα περιθώρια ανάπτυξης. Κατά 32% είναι ατομική επιχείρηση και κατά 41% ανώνυμη εταιρεία ενώ αναπτύσσονται κι άλλες μορφές εταιρειών. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η εξάντληση των εργαζομένων στον τουρισμό, αφού λόγω των χαμηλών μεροκάματων άλλοι δεν πηγαίνουν καν να δουλέψουν στον κλάδο.

Στην έρευνα του ΙΤΕΠ οι ξενοδόχοι αναγνωρίζουν ότι χωρίς περιβαλλοντική βιωσιμότητα δεν μπορούν να πάνε πουθενά στη νέα εποχή. Όμως, και το ηλεκτρικό δίκτυο εμφανίζεται ανεπαρκές να στηρίξει το ελληνικό ξενοδοχείο σε κάθε σημείο της χώρας. Το ελληνικό ξενοδοχείο που χτίζεται σήμερα δεν μπορεί να έχει ίδιες προδιαγραφές με το παλαιό.  Μέχρι σήμερα μόλις 1 στα 5 ελληνικά ξενοδοχεία έχει εφαρμόσει μεθόδους για τη μέτρηση του αποτυπώματος άνθρακα.

Η περιβαλλοντική-ενεργειακή βιωσιμότητα των ελληνικών ξενοδοχείων έρχεται να υπάρξει μέσα από τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πράσινες προδιαγραφές συχνά είναι και ψηφιακές π.χ. έξυπνα φώτα, ψηφιοποίηση εγγράφων στο ξενοδοχείο, έξυπνες συσκευές στα δωμάτια κ.ά. Οι συνολικές επενδύσεις σε πρακτικές για περιβαλλοντική προστασία είναι μόλις στο 9,3% σε όλη την επικράτεια. Αυτό το ποσοστό αν δεν ανέβει καθιστά το ελληνικό ξενοδοχείο εκτός εποχής, τόσο λόγω των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων, που έχει ψηφίσει η χώρα όσο κι εξαιτίας των απαιτήσεων των «ψαγμένων» τουριστικών καταναλωτών. Οι δυσκολίες στο περιβαλλοντικό εγχείρημα είναι πολύ μεγαλύτερες για τα μικρά οικογενειακά ξενοδοχεία των 1 έως 20 δωματίων αλλά ακόμη και για τα μικρά ξενοδοχεία 21-50 δωματίων.

Μέσα στην οικονομική κρίση υπήρξαν ξενοδοχεία που άλλαξαν χέρια, αφού οι ανακαινίσεις δημιούργησαν υπερδανεισμό. Μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις αν δεν στηριχτεί το μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο να ξεπεράσει τους σκοπέλους που έρχονται, κινδυνεύουν ολόκληρες οικογένειες να πεταχτούν στον δρόμο. Και η ελληνική φιλοξενία, που βασίστηκε στο μικρό αλλά περιποιημένο ξενοδοχείο θα είναι το όνειρο, που χάσαμε υπέρ πάλι κάποιων μεγάλων ξένων αλυσίδων, που ελάχιστα χρήματα, αφήνουν στη χώρα.

(*) Η Άννα Στεργίου είναι κοινοβουλευτική συντάκτρια, συγγραφέας και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΠΜΣ «Κλιματική Κρίση, Ψηφιακές Τεχνολογίες και Επικοινωνία» στο Πανεπιστήμιο Πειραιά

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα