Χαστούκι -και εδώλιο(;)- στον Χρ. Ράμμο της ΑΔΑΕ

Με μια πλήρως εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση του πρώην εισαγγ. Α.Π. Γεώργιου Σανιδά  απογυμνώνονται οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ η οποία ΔΕΝ είναι όργανο διοίκησης, ΔΕΝ είχε το δικαίωμα να ενημερώσει τον Αλέξη Τσίπρα, και ότι η γνωμοδότηση Ισιδ. Ντογιάκου ήταν απολύτως ορθή και μέσα στα πλαίσια των νόμων

Την προηγούμενη εβδομάδα «ενημερωθήκαμε» από το Documento, από τις δημόσιες τοποθετήσεις του προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου αλλά και από ομάδα δεκαπέντε καθηγητών του συνταγματικού δικαίου ότι η γνωμοδότηση του προϊσταμένου της εισαγγ. Α.Π. Ισίδωρου Ντογιάκου για τις αρμοδιότητες και τον ρόλο της ΑΔΑΕ είναι εσφαλμένη.

Χθες στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Πρώτο Θέμα αναρτήθηκε ένα καταπελτώδες άρθρο- γνωμοδότηση του προ δεκαπενταετίας προϊσταμένου της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σανιδά, με πλήρη νομική ανάλυση των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ και με επισήμανση των μη σύννομων ενεργειών του προέδρου της…

Πρόκειται για ένα άρθρο -σταθμό για τις αρμοδιότητες όχι μόνο της ΑΔΑΕ αλλά και των άλλων ανεξαρτήτων αρχών, με επίκληση – και όχι ερμηνεία- της ισχύουσας νομοθεσίας. Με πολύ απλά λόγια αναφέρεται οτι ο Χρήστος Ράμμος δεν είχε θεσμικά το δικαίωμα να ενημερώσει τον πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων ακόμα και τον υπουργό Δικαιοσύνης, προσδιορίζοντας επακριβώς την έκταση της ενημέρωσης που προβλέπει το Σύνταγμα, χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ουδέποτε τα προηγούμενα 20 χρόνια «ζωής» της ΑΔΑΕ δεν συνέβη κάτι παρόμοιο γιατί μια ενημέρωση αυτής της μορφής θα ήταν προδήλως παράνομη.

Και μόνο η διαπίστωση – έστω και υπο μορφή γνωμοδότησης- ότι ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος παρανόμως ενημέρωσε τον Αλέξη Τσίπρα για τα ευρήματα των ερευνών του είναι αρκετή ώστε κάποιος εισαγγελέας οποιασδήποτε βαθμίδος να παρέμβει ζητώντας την δικαστική έρευνα της ενέργειας αυτής του Χρ. Ράμμου, κάποιο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο να επιληφθεί και να κρίνει ποινικά την κατά τον εισαγγελέα Γ. Σανιδά παρανομία του προέδρου της ΑΔΑΕ.

Βεβαίως ο Αλέξης Τσίπρας πήρε επάνω του την γνωστοποίηση των ονομάτων των υπο παρακολούθηση προσώπων και αυτό σύμφωνα με νομικές εκτιμήσεις έγινε για να καλυφθεί ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ αλλά η καταφατική και μόνο απάντηση από τον Χρήστο Ράμμο στο ερώτημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ «αν τα συγκεκριμένα (σημ. ανέφερε τα ονόματα και την ιδιότητα τους) πρόσωπα παρακολουθούνταν» είναι ποινικό αδίκημα.

Με δεδομένου ότι έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο κανείς δεν γνωρίζει αν θα γίνει άμεσα έρευνα για την παράνομη δημοσίευση των ευρημάτων της ΑΔΑΕ για τις παρακολουθήσεις.

Εδώ όμως πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα από τις αρχές Δεκεμβρίου 2022 που έγινε η συνάντηση Χ. Ράμμου – Α. Τσίπρα ήταν σε προεκλογική περίοδο αλλά αυτό δεν εμπόδισε την αξιωματική αντιπολίτευση και ούτε τον αρχηγό της ο οποίος «προέτρεπε» τον νυν εισαγγελέα Α.Π. Ισίδωρο Ντογιάκο να τον «κλείσει φυλακή» αφού αυτός ανέφερε τα ονόματα των υπο παρακολούθηση προσώπων.

Δηλαδή, το σε ρωτάω Τσίπρας, απαντώ Ράμμος ήταν σαν να έπαιζαν το 1-2 στα ποδοσφαιρικά γήπεδα…

Ακουλουθoούν αυτούσια τμήματα του άρθρου-γνωμοδότηση του Γεώργιου Σανιδά “Δικαστική λειτουργία, ανεξάρτητες αρχές και η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (1/2023)”

 

Με το άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζεται ότι η Νομοθετική, η Εκτελεστική και η Δικαστική, είναι οι τρεις Λειτουργίες του Κράτους, τα πρόσωπα δε, που υπηρετούν σ’ αυτές, είναι άμεσα όργανά του

Η Δικαστική Λειτουργία, της οποίας ο σκοπός, η δικαιοδοσία και οι αρμοδιότητες εκπορεύονται από το Σύνταγμα, δεν υπόκειται στις άλλες δύο Λειτουργίες και πολύ περισσότερο στις πέντε Ανεξάρτητες (Διοικητικές) Αρχές, η σύσταση των οποίων προβλέφθηκε με το άρθρο 101 Α του αναθεωρηθέντος, κατά το έτος 2001, Συντάγματος.

Αντιθέτως, οι Ανεξάρτητες Αρχές υπόκεινται στη Δικαστική Λειτουργία, καθ’ όσον οι αποφάσεις τους ελέγχονται προεχόντως από το ΣτΕ, οι τυχόν μη νόμιμες πράξεις και παραλείψεις τους, κυρίως από την Ποινική Δικαιοσύνη, τέλος δε, τα μέλη και το προσωπικό αυτών, πλην του βοηθητικού, όταν ενεργούν ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι (προβαίνοντες σε έρευνες, κατασχέσεις, λήψεις καταθέσεων μαρτύρων κλπ, που συνιστούν ανακριτικές πράξεις), προκειμένου να εκπληρώσουν την αποστολή τους, υπόκεινται στις Εισαγγελικές Αρχές και υποχρεούνται να εκτελούν τις παραγγελίες τους (άρθρο 31 παρ. 1γ’ και 3 ΚΠοινΔ) ενώ τέλος, με την τελευταία ιδιότητα, τελούν και υπό τη διεύθυνση και εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών (άρθρο 32 ΚΠοινΔ).

(…)

Oι Ανεξάρτητες Αρχές δεν αποτελούν μία νέα (τέταρτη) κρατική λειτουργία, όπως επιδιώκουν να εμφανίζονται, αλλά είναι απλώς όργανα της Διοικήσεως. Στον ίδιο τον εκτελεστικό νόμο 3115/2003 και δη στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού ορίζεται ρητώς ότι η ΑΔΑΕ «είναι Ανεξάρτητη Αρχή που απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας», ήτοι είναι απλώς μια ανεξάρτητη από τη Διοίκηση (διοικητική πυραμίδα), διοικητική Αρχή και οπωσδήποτε πάντως, κάτω από τις τρεις Λειτουργίες του Κράτους.
(…)
Οι εξουσίες της ΑΔΑΕ δεν εκπορεύονται εκ του άρθρου 19 του Συντάγματος, αλλά εκ του εκτελεστικού νόμου 3115/2003.

Οι Ανεξάρτητες Αρχές ως όργανα ή υπηρεσίες της Διοικήσεως, είναι αδύνατο, θεσμικά και λογικά, να λειτουργούν ως υποκατάστατα της Δικαστικής Λειτουργίας ή ακόμη και παράλληλα μ’ αυτήν, για θέματα και ζητήματα που, κατά τη συνταγματική τάξη, υπάγονται στη δικαιοδοσία της Δικαστικής Λειτουργίας.

Εφ’ όσον κατατεθεί στην ΑΔΑΕ, καταγγελία πολίτου για παραβίαση απορρήτου της επικοινωνίας του ή αίτημα πολίτου για γνωστοποίηση τυχόν παρακολουθήσεώς του, στην οποία όμως διαλαμβάνεται και καταγγελία για τέλεση αξιοποίνου πράξεως σε βάρος του, η ΑΔΑΕ οφείλει να τα διαβιβάσει αμελλητί (άρθρο 38 παρ. 2 Κ.Π.Δ.) στον αρμόδιο Εισαγγελέα και να μην αναμειχθεί περαιτέρω, εκτός εάν ζητηθεί η συνδρομή της από τη Δικαιοσύνη.

Επίσης, αν από τους ελέγχους της αποκαλυφθεί τέλεση αξιοποίνων πράξεων, για παραβίαση απορρήτου των επικοινωνιών, οφείλει να διαβιβάσει αμελλητί τα συλλεγέντα στοιχεία, στα αρμόδια, για την ποινική δίωξη, όργανα και να παύσει η περαιτέρω ενασχόλησή της με το συγκεκριμένο θέμα.

Μεταξύ των αρμοδιοτήτων περιλαμβάνεται (…) Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 2225/1994, που προβλέπουν την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμοδίων Δικαστικών Αρχών. …»

Από το περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων, προκύπτουν τα ακόλουθα:
1) Το δικαίωμα επικοινωνίας είναι απόλυτα απαραβίαστο, ήτοι προστατεύεται κατ’ αρχάς απολύτως και έναντι πάντων, ακόμη και έναντι της Δικαστικής Λειτουργίας, πολύ δε περισσότερο έναντι της ΑΔΑΕ.

2) Το απόλυτο της προστασίας του δικαιώματος επικοινωνίας, ως προς τη Δικαστική Λειτουργία και υπό τις εγγυήσεις αυτής, που ορίζονται με Νόμο, κάμπτεται σε δύο περιπτώσεις. Αυτές είναι όταν συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας και όταν πρόκειται να διακριβωθεί η τέλεση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

(…)

Στις περιπτώσεις που διενεργεί έλεγχο για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για να διακριβωθεί η τέλεση σοβαρών εγκλημάτων, «η ΑΔΑΕ υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμοδίων αρχών».

Δηλαδή θα πρέπει ή ακριβέστερα υποχρεούται η ΑΔΑΕ να αρκείται στην ύπαρξη της αποφάσεως του Δικαστικού Συμβουλίου ή της Διατάξεως του Εισαγγελέα, η οποία διατάσσει την άρση και στην οποία μνημονεύεται μόνον η αιτούσα Αρχή και το τηλέφωνο του υπό παρακολούθηση, χωρίς να έχει το δικαίωμα να ελέγξει την κρίση των Δικαστικών Αρχών και συνεπώς, χωρίς να έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί τους ακριβείς λόγους παρακολουθήσεως, ονοματεπώνυμα και ιδιότητες παρακολουθουμένων, είτε από τους παρόχους επικοινωνίας είτε από την ΕΥΠ.

Εκ τούτων παρέπεται ότι η έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, ούτε απονέμεται σ’ αυτή απευθείας από το Σύνταγμα, ούτε είναι απεριόριστη.
Είναι αυτονόητο ότι εφ’ όσον παρασχεθούν τα στοιχεία στην ΑΔΑΕ από την ΕΥΠ ή τους παρόχους, με τα οποία επιβεβαιώνεται ότι οι επισυνδέσεις έγιναν νόμιμα, η ΑΔΑΕ δεν δικαιούται και δεν νομιμοποιείται να ζητήσει περαιτέρω στοιχεία, όπως, κυρίως, τους λόγους παρακολουθήσεως ή ονόματα και τις ιδιότητες των υπό παρακολούθηση, πολύ δε περισσότερο δεν δικαιούται και δεν νομιμοποιείται, εάν περιέλθουν τέτοια στοιχεία στην κατοχή της, παρανόμως βεβαίως για τους εκτεθέντες λόγους, να τα δώσει στη δημοσιότητα ή να τα παραδώσει σε οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, αφού με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται κατάφωρα αφ’ ενός το απόρρητο των επικοινωνιών και αφ’ ετέρου το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων και εντεύθεν θεμελιώνεται, τουλάχιστον κατά την αντικειμενική υπόσταση, τέλεση των, υπό των ως άνω νόμων, για τις ανωτέρω παραβιάσεις, προβλεπομένων ποινικών αδικημάτων, ενδεχομένως δε και άλλων, υπό του Ποινικού Κώδικα προβλεπομένων αδικημάτων.

Πέραν τούτων, ενημέρωση για τυχόν νόμιμες ή παράνομες επισυνδέσεις που διαπιστώνει κατά τις έρευνες, υποχρεούται να κάνει σ’ εκείνον που ζήτησε την έρευνα για τυχόν παρακολουθήσεις του ιδίου ή σ’ εκείνον που τον αφορούν, εφ’ όσον έγινε αυτεπαγγέλτως και όχι σε οποιονδήποτε τρίτο και άσχετο με τις επισυνδέσεις πρόσωπο. Εξ άλλου, αιτήσεις προσώπων περί του αν παρακολουθούντο ή παρακολουθούνται τρίτα, άσχετα με τους αιτούντες, πρόσωπα, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν έχουν τα τελευταία, ούτε έχει υποχρέωση να τις δεχθεί, πολύ όμως περισσότερο απαγορεύεται να ανακοινώσει στους αιτούντες τρίτους, τα αποτελέσματα των ερευνών της, εφ’ όσον διενεργήσει έρευνες, καθ’ όσον η ενέργεια αυτή, εκτός των άλλων, θα συνιστά παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών και του δικαιώματος προστασίας προσωπικών δεδομένων, του προσώπου στο οποίο αφορούν οι έρευνες, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, περί των οποίων έγινε λόγος ανωτέρω.

(…)

Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, από τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του νόμου 5002/2022, με την οποία ορίζεται ότι «ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης», της οποίας έγινε επίκληση από αρχηγό πολιτικού κόμματος, προκειμένου να ζητήσει από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ να τον ενημερώσει λεπτομερώς για το περιεχόμενο των Εισαγγελικών Διατάξεων, με τις οποίες έγινε άρση του απορρήτου επικοινωνιών και οι οποίες έχουν κοινοποιηθεί στην Αρχή, μετά τον Ιούλιο του 2019 και μέχρι το Δεκέμβριο 2022 και ενδεχομένως αφορούν σε πολιτικά πρόσωπα, δηλαδή εν ενεργεία βουλευτές, ευρωβουλευτές και μέλη της Κυβέρνησης, καθώς και δημοσιογράφους, δικαστικούς λειτουργούς και Αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, σε περίπτωση δε, που δεν καταστεί εφικτός ο ως άνω διαχωρισμός των Εισαγγελικών Διατάξεων, να χορηγηθεί το σύνολο των εγγράφων του ως άνω χρονικού διαστήματος, στη συνέχεια δε, με νεότερο έγγραφό του, στο οποίο διαλαμβάνονται έξι (6) ονόματα (Υπουργού, στρατιωτικών κλπ) ζήτησε να του γνωρίσει εάν τα άτομα αυτά παρακολουθούνται από την ΕΥΠ.

Ποτέ επί είκοσι έτη, αρχηγός οποιουδήποτε κόμματος της Βουλής να ζητήσει στοιχεία σαν τα ανωτέρω, από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ και η τελευταία να τα παραδώσει, διότι προδήλως αυτό θα ήταν παράνομο.

Και θα ήταν παράνομο για τους κάτωθι, ενδεικτικά, λόγους:
1. Από το περιεχόμενο των ως άνω, στους δύο νόμους, διατάξεων, δεν προκύπτει ότι παρέχεται στα ρηθέντα πρόσωπα (αρχηγούς κομμάτων κλπ) δικαίωμα να ζητήσουν από την ΑΔΑΕ στοιχεία, όπως τα ανωτέρω, τα οποία μάλιστα είναι απόρρητα.

2. Η ΑΔΑΕ, λόγω του περιορισμένου της ελεγκτικής εξουσίας στα ζητήματα άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας (περί αυτού έγινε λόγος ανωτέρω), δεν έχει και δεν μπορεί να έχει τα ζητούμενα, από τον αρχηγό κόμματος, στοιχεία (ιδιότητες και στοιχεία ταυτότητας των παρακολουθουμένων), εάν δε, περιέλθουν σε γνώση της με οποιοδήποτε τρόπο, προφανώς μη νόμιμο, οφείλει να τα διαφυλάξει και να μην τα γνωστοποιήσει περαιτέρω σε οποιονδήποτε, έστω και αν αυτός είναι αρχηγός κόμματος ή Πρόεδρος Βουλής ή Υπουργός Δικαιοσύνης.

Κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 6 παρ. 1ε του ν. 3115/2003, η ΑΔΑΕ, για την εκπλήρωση της αποστολής της εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Εκ τούτου παρέπεται ότι : α) Η ΑΔΑΕ δεν μπορεί να εξετάσει καταγγελίες αιτούντων, που ενεργούν όχι για λογαριασμό τους, αλλά για λογαριασμό τρίτων, των οποίων, κατ’ αυτούς, θίγονται τα δικαιώματά τους από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσεως του απορρήτου και β) Απαγορεύεται να δεχθεί αιτήματα για παράδοση στοιχείων στους αιτούντες, προκειμένου να διακριβώσουν εάν έχει διαταχθεί άρση απορρήτου επικοινωνίας, που αφορά σε τρίτα, άσχετα προς τους αιτούντες, πρόσωπα και για ποιο ακριβώς λόγο έχει διαταχθεί η άρση απορρήτου.

Είναι πρόδηλο ότι η παραβίαση από την ΑΔΑΕ των ως άνω απαγορεύσεων, η αποδοχή των αιτημάτων, οποιαδήποτε ιδιότητα και αν έχουν οι αιτούντες (υπουργοί, αρχηγοί κομμάτων κλπ) και η παράδοση των ζητουμένων στοιχείων, εκτός των άλλων, θα θεμελιώνει, τουλάχιστον κατά την αντικειμενική υπόσταση, τα, υπό των σχετικών νόμων, προβλεπόμενα ποινικά αδικήματα, για παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων.

Ο Όμιλος Ανωνύμων Εταιριών με τις επωνυμίες «ΟΤΕ ΑΕ» και «COSMOTE ΑΕ», το Δεκέμβριο 2022 απηύθυνε, με δύο διαδοχικά έγγραφα, ερωτήματα προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητώντας την έκδοση γνωμοδοτήσεως περί της νομιμότητας, με βάση και το νέο νομοθετικό πλαίσιο, της διεξαγωγής ελέγχου σε αρχεία, τράπεζες δεδομένων, έγγραφα, βιβλία και στοιχεία των Ανωνύμων Εταιριών του αιτούντος Ομίλου, από την ΑΔΑΕ, μετά από καταγγελία – αίτημα ελέγχου, από ιδιώτες και τον αρχηγό ενός κόμματος.

Επί του ερωτήματος, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου απήντησε, και έπραξε ορθώς, με την υπ’ αριθμόν 1/10.1.2023 γνωμοδότησή του, με βάση την ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 19 του Συντάγματος και των ισχυόντων νόμων για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και δη του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου 5002/2022 αλλά και των νόμων 4790/2021, 3115/2003 και 2225/1994, κατά το μέρος που δεν καταργήθηκαν με το νόμο 5002/2022.

Μετά την κοινολόγηση της ως άνω γνωμοδοτήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, υπήρξαν αντιδράσεις, ως προς το περιεχόμενό της, από κάποιους φορείς και άτομα, μεταξύ των οποίων, αφ’ ενός ομάδας 15 καθηγητών και άλλων βαθμίδων του Συνταγματικού Δικαίου διαφόρων Πανεπιστημίων, οι οποίοι εξέδωσαν κοινή δήλωση και αφ’ ετέρου του προέδρου της ΑΔΑΕ Χρ. Ράμμου, ο οποίος έκανε επίσης δήλωση, θεωρώντας ότι η εκδοθείσα γνωμοδότηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου είναι εσφαλμένη και δεν θα έπρεπε να εκδοθεί για τους λόγους που διαλαμβάνονται στις δηλώσεις τους, οι οποίοι, κατά την άποψή μας, δεν μπορούν να θεωρηθούν βάσιμοι, με βάση τις σκέψεις που θα εκθέσουμε στη συνέχεια, και αφορούν στις αιτιάσεις, τόσο των καθηγητών όσο και του προέδρου της ΑΔΑΕ.

Ι. Ως προς τη δήλωση των 15 καθηγητών:

(…) ορθή είναι η διατυπωθείσα, με την υπ’ αριθμόν 1/10.1.2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα αφήνει στο νομοθέτη να καθορίζει την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δια τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους.

Πέραν τούτων, η θέση σύμφωνα με την οποία η έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ είναι απεριόριστη, δεν μπορεί να γίνει δεκτή και για το λόγο ότι ούτε η ίδια η ΑΔΑΕ υποστηρίζει τη θέση αυτή.

ΙΙ. Ως προς τη δήλωση του Προέδρου της ΑΔΑΕ

Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ, στη δήλωσή του, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα «… Η ρητή, κατά το άρθρο 19, παρ. 2 του Συντάγματος, συνταγματική κατοχύρωση της ΑΔΑΕ, ως ανεξάρτητης αρχής, διασφαλίζουσας μάλιστα το απολύτως απαραβίαστο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, έχει την έννοια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει επί της εν λόγω Αρχής οιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας (εντολή, κατευθυντήρια ερμηνευτική οδηγία κ.λ.π.).

(…)

Οι διαλαμβανόμενες στην ως άνω δήλωση, σκέψεις του προέδρου της ΑΔΑΕ, είναι αντίθετες προς τη λογική και την αλήθεια, αφού, αφ’ ενός μεν δεν λαμβάνουν υπόψη εφαρμοστέους, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανόνες δικαίου, αφετέρου δε, άλλους τους ερμηνεύουν κατά το δοκούν, πέραν του ότι μ’ αυτές μάλλον εκδηλώνεται και κάποια οίηση. Ειδικότερα:

1. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ αγνοεί, ακουσίως ίσως, λόγω της μονομερούς ενασχολήσεώς του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ΣτΕ, ότι τα μέλη και οι υπάλληλοι της ΑΔΑΕ, πλην των βοηθητικών, κατά τις διάφορες ενέργειές τους (έρευνες, κατασχέσεις, λήψη καταθέσεων κλπ) για τη διακρίβωση παραβάσεων σχετικών με την παραβίαση του δικαιώματος απορρήτου των επικοινωνιών ενός ή πλειόνων προσώπων, έχουν την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου και εντεύθεν με την ιδιότητα αυτή τελούν υπό τη διεύθυνση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και την εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών στην ανάκριση (άρθρο 32 ΚΠοινΔ) και μέσω αυτών και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

(…)

Εξ άλλου, στην αρμοδιότητα των Εισαγγελικών Λειτουργών που έχουν την κατά τα ως άνω, διεύθυνση και εποπτεία, περιλαμβάνεται και η απεύθυνση παραγγελιών, γενικών οδηγιών και συστάσεων προς τους γενικούς και ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 24 παρ. 5 του Οργανισμού Δικαστηρίων), οι Εισαγγελείς όλων των βαθμών γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα που δεν έχουν εισαχθεί στο Δικαστήριο, τέλος δε, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος (άρθρο 25 παρ. 2 του Οργανισμού Δικαστηρίων).

Εν όψει τούτων, είναι πρόδηλο ότι οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί όλων των βαθμών έχουν το δικαίωμα και καθήκον να απευθύνουν κατευθυντήριες οδηγίες στα μέλη και τους υπαλλήλους της ΑΔΑΕ, είτε με εγκύκλιο είτε με γνωμοδότηση, για τον τρόπο ασκήσεως των προανακριτικών καθηκόντων τους, με βάση και τον εκδοθέντα προσφάτως Ν. 5002/2022.

Εκ τούτων παρέπεται ότι η υπ’ αριθμόν 1/2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματική. Τα περί του αντιθέτου δε, από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ υποστηριζόμενα, είναι αβάσιμα.

Με τη γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ούτε ασκεί ούτε είναι επιτρεπτό να ασκήσει οποιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας, ούτε το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως συνιστά εντολή, όπως υπολαμβάνει ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ. Άλλωστε οι γνωμοδοτήσεις του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου αποτελούν έκφραση της γνώμης του για ένα νομικό ζήτημα, το οποίο εν τέλει θα λυθεί από τα Δικαστήρια, εφ’ όσον αχθεί ενώπιόν τους. Είναι πρόδηλο ότι η ανωτέρω σκέψη του προέδρου της ΑΔΑΕ είναι τουλάχιστον άστοχη, αφού στηρίζεται επί εσφαλμένων προϋποθέσεων.
(…)

Η, υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, εκδοθείσα υπ’ αριθμόν 1/2023 γνωμοδότηση, δεσμεύει στην έκταση που δεσμεύουν όλες οι γνωμοδοτήσεις. Η αντίθετη θέση του προέδρου της ΑΔΑΕ είναι αυθαίρετη, όπως αυθαίρετη και χωρίς νόμιμο έρεισμα είναι η θέση του ιδίου Προέδρου, ότι η γνωμοδότηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου παραβιάζει!! εξόφθαλμα την ευθέως εκ του Συντάγματος εκπορευόμενη ανεξαρτησία της Αρχής, αφού η θέση αυτή είναι, κατά την άποψή μας, εσφαλμένη για τους εκτεθέντες σε άλλη θέση, λόγους.

Επίσης, αυθαίρετη και με εκδήλωση συμπτωμάτων οίησης είναι και η θέση του προέδρου της ΑΔΑΕ, σύμφωνα με την οποία, η ρητή, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, κατοχύρωση της ΑΔΑΕ ως ανεξάρτητης Αρχής, έχει την έννοια ότι κανένα κρατικό όργανο δεν μπορεί να ασκήσει επί της εν λόγω Αρχής, οποιαδήποτε μορφή προληπτικού ελέγχου ή προληπτικής εποπτείας, σκέψεις οι οποίες εκτός του ότι δεν είναι ορθές, για τους εκτεθέντες κατ’ επανάληψη λόγους, είναι και άσχετες με την εκδοθείσα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γνωμοδότηση.

Η ΑΔΑΕ δεν είναι Δικαστήριο, ώστε η έναρξη ερευνών για τυχόν παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών να αποτελεί εμπόδιο για την έκδοση γνωμοδοτήσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως υποστηρίζει ο Πρόεδρός της. (…)

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα