Διαφορά φιλοσοφίας και επιλογών

Για ποιους λόγους οι Νεοδημοκράτες αγκάλιασαν του ΠΑΣΟΚους, ενώ στον ΣΥΡΙΖΑ οι ψηφοφόροι έδειξαν απέχθεια και τους άφησαν εκτός Βουλής

Η ραγδαία πτώση του ΠΑΣΟΚ μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου και τις τεράστιες διαδηλώσεις των «αγανακτισμένων» έφερε τεράστιες ανακατατάξεις στο πολιτικό μας σύστημα. Και αυτό διότι το ΠΑΣΟΚ του 40% μέσα σε μία εξαετία στην κυριολεξία εξαϋλώθηκε με συνέπεια να φτάσει στο 4,68% του Ιανουαρίου του 2015.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Και δεν το άφησαν μόνο οι ψηφοφόροι του, οι περισσότεροι εκ των οποίων βρήκαν καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μία πλειάδα στελεχών, τα οποία επέλεξαν τα κόμματα του νέου δικομματισμού, τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Τα περισσότερα πήγαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ προς τη Νέα Δημοκρατία έστρεψαν το βλέμμα τους μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία το 2016.

Την αρχή βέβαια την είχε κάνει ο αείμνηστος Θόδωρος Πάγκαλος, όταν πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 είχε πει ότι «θα ψηφίσω Σαμαράς γιατί είναι ο πιο σοβαρός από όλους». Το εάν το έκανε ουδείς γνωρίζει. Όμως το έχει δηλώσει, όπως επίσης είχε παραδεχθεί σε άλλη συνέντευξη του ότι στις ευρωεκλογές του 2014 είχε ψηφίσει Ποτάμι σταυρώνοντας τον Γιώργο Γραμματικάκη, ενώ λίγους μήνες πριν αποδημήσει εις Κύριον είχε πει ότι έχει ψηφίσει τρεις φορές τη Ν.Δ., εννοώντας το Ιανουάριο του2015, στις ευρωεκλογές του 2019 και στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου του 2019.

Όπως, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό οι δηλώσεις του Θόδωρου Πάγκαλου-ενός εμβληματικού και θορυβώδη υπουργού και των τριών αρχηγών του ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη (τον στήριξε στην εσωκομματική διαμάχη με τον Άκη Τσοχατζόπουλο) και του Γιώργου Παπανδρέου (αντιπρόεδρος της κυβέρνησης)- βοήθησαν στο να αμβλυνθούν οι αντιστάσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο να μεταγραφούν στη Νέα Δημοκρατία, όπου ένιωθαν πιο κοντά. Κάποιοι άλλοι φυσικά προτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς διότι ονειρεύονταν ένα «κόκκινο ΠΑΣΟΚ».  Κάτι που πέτυχαν εν μέρει, καθώς στο ροζ του ΣΥΡΙΖΑ προστέθηκε και το πράσινο. Τουναντίον αυτό δεν συνέβη με τη Νέα Δημοκρατία, στην οποία ενσωματώθηκαν πλήρως. Και το κυριότερο οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας τους υποδέχθηκαν με θέρμη και αυτό φάνηκε στις πρόσφατες εκλογές, όπου ο Κυριάκος Πιερρακάκης πρώτευσε στην Α’ Αθήνας, ενώ ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης πέτυχε το ίδιο στον Δυτικό Τομέα της Β’ Αθήνας.

Εξαϋλώθηκαν

Αυτό δεν έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι ΠΑΣΟΚογενείς του ΣΥΡΙΖΑ στην κυριολεξία εξαϋλώθηκαν. Οι ψηφοφόροι τους γύρισαν την πλάτη κι έμειναν εκτός κοινοβουλίου. Εάν εξαιρέσουμε την Θεοδώρα Τζάκρη στην Πέλλα, η μόνη που εξελέγη και είχε σχέση με το ΠΑΣΟΚ είναι η πρώτη στον Βόρειο Τομέα, Αθηνά Λινού. Η καθηγήτρια ιατρικής είχε κατέλθει υποψήφια με το ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου Παπανδρέου στην Α’ Αθήνας, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί παρά το γεγονός ότι τον Οκτώβριο του 2009 το ΠΑΣΟΚ πρώτευσε με ποσοστό που ξεπέρασε το 43%.

Σύμφωνα με τους αναλυτές «οι γαλάζιοι αποδέχθηκαν τις μεταγραφές, αλλά και το γεγονός ότι συμπορεύθηκαν με τη Ν.Δ. ακολουθώντας τις αρχές της παράταξης. Και γι’ αυτό το λόγο τους δέχθηκαν στην οικογένεια». Τουναντίον στον ΣΥΡΙΖΑ οι ψηφοφόροι, είτε προέρχονται από το παλιό κόμμα του 3-5%, είτε είναι από το ΠΑΣΟΚ, γύρισαν την πλάτη στους ΠΑΣΟΚογενείς. Ίσως ευθύνεται και το γεγονός ότι οι περισσότεροι έτρεξαν να πάρουν θέσεις και οφίκια στην ηγετική ομάδα. Κάποιοι με επικεφαλής τον Χρήστο Σπίρτζη έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις εσωκομματικές εκλογές με το να εγγράψουν πρώην ΠΑΣΟΚους στις τοπικές επιτροπές για να ισχυροποιηθεί ο Αλέξης Τσίπρας.

Άλλη μία διαφορά για τις μεταγραφές ΠΑΣΟΚων και στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι στην γαλάζια παράταξη εντάχθηκαν πρόσωπα με αναφορά στην εκσυγχρονιστική πλευρά και στον Κώστα Σημίτη, ενώ οι περισσότεροι που πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακραιφνείς τσοχατζοπουλικοί. Και πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ με ένα βίωμα. Να μετατρέψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα τσοχατζοπουλικο ΠΑΣΟΚ λες και ήθελαν να φέρουν το χρόνο πίσω, στον Ιούνιο του 1996, όπου ο Τσοχατζοπουλισμός γνώρισε την ήττα στις πρώτες ημέρες από τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου.

Βολεύτηκαν

Ένα επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι οι ΠΑΣΟΚογενείς υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκαναν την διαφορά στο υπουργικό σχήμα του Αλέξη Τσίπρα. Οι περισσότεροι βολεύτηκαν και απολάμβαναν τον υπουργικό θώκο και τα προνόμια. Τουναντίον οι ΠΑΣΟΚογενείς της κυβέρνησης Μητσοτάκη πρωταγωνίστησαν στη νέα εποχή. Ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ως υπουργός Ψηφιακής Μεταρρύθμισης, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το σύνολο των ψηφοφόρων. Η αποφασιστικότητα του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για να καθαρίσει τα Εξάρχεια, ως υπουργός Προστασίας του Πολίτη, άρεσε στο σύνολο της κοινωνίας. Ανάλογα κινήθηκε και η Λίνα Μενδώνη στο υπουργείο Πολιτισμού, η οποία δεν έκανε βήμα πίσω σε όσα έλεγαν στον ΣΥΡΙΖΑ περί τσιμεντοποίησης της Ακρόπολης. Φυσικά από την Κουμουνδούρου δεν είπαν κουβέντα όταν η UNESCO έδωσε συγχαρητήρια για τα έργα και την προστασία του Ιερού Βράχου.

Γι’ αυτό και στη νέα κυβέρνηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε για τρία κρίσιμα υπουργεία, όπου απαιτούνται να «σπάσουν αυγά», τρία πρόσωπα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ. Τον Χρυσοχοΐδη στο Υγείας, τον Φλωρίδη στο Δικαιοσύνης και τον Πιερρακάκη στο Παιδείας. Κι όπως λένε με δόση χιούμορ: «Το ΠΑΣΟΚ του Μητσοτάκη επιφορτίζεται με τις μεταρρυθμίσεις». Επί Μητσοτάκη έγινε η μεγαλύτερη εισδοχή πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ σε κυβερνητικές -και όχι μόνο- θέσεις. Είναι, επομένως, «το ΠΑΣΟΚ του Μητσοτάκη» που επιφορτίζεται τώρα με το βαρύτερο έργο μετασχηματισμού του κράτους, στη Μεταπολίτευση.

Εξάλλου με βάση και τα στοιχεία των δημοσκόπων η Νέα Δημοκρατία στις τελευταίες εκλογές κέρδισε το 37% των ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι. Πολύ περισσότερο από το 31% που προτίμησαν το ΠΑΣΟΚ και σχεδόν είκοσι ποσοστιαίας μονάδες μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπου έτσι κι αλλιώς στο χώρο του κέντρου δεν έχουν πολλά ερείσματα.

Επίσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να επικοινωνήσει και να περάσει σε πλατιά στρώματα του εκλογικού σώματος το πρόγραμμά του για την επόμενη κυβερνητική θητεία. Σε στρώματα πέραν της κλασικής (και παρωχημένης) θεώρησης «Δεξιά – Αριστερά». Το θετικό μήνυμα που παρουσίασε για την επόμενη τετραετία κέρδισε την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Χάρη σε αυτή την τακτική η Νέα Δημοκρατία μετατοπίστηκε και έγινε κυρίαρχος του Κέντρου, κυρίαρχος ενός πολύφερνου χώρου και ενός συμπαγούς πολιτικού ακροατηρίου. Γι’ αυτό παρατηρείται το μοναδικό φαινόμενο στη Μεταπολίτευση, ένα κόμμα που κυβερνά όχι απλά να μην υπόκειται στη φθορά της εξουσίας, αλλά να καταφέρνει να πάρει μεγαλύτερο ποσοστό, και μάλιστα αυτό το ποσοστό να είναι πάνω από 40%.

 

 

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα