Δυσανεξία στη λακτόζη

Άρθρο της Δωροθέας Λεντή

(*) Η κα Δωροθέα Λεντή, PhDc, MPhil, Bsc, είναι βιολόγος, υποψήφια διδάκτορας

Specialized Health Researcher, επιστημονική σύμβουλος των Doctor’s Formulas (www.doctorsformulas.gr)

Η λακτόζη είναι ένας δισακχαρίτης, που βρίσκεται στο γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η λακτόζη διασπάται από το ένζυμο λακτάση του λεπτού εντέρου και μετατρέπεται σε γαλακτόζη και γλυκόζη, που στη συνέχεια απορροφούνται και αξιοποιούνται από τον οργανισμό σαν πηγές  ενέργειας.

Σε περιπτώσεις, ωστόσο, που υπάρχει έλλειψη ή ανεπαρκής παραγωγή λακτάσης, τότε δημιουργείται δυσανεξία στη λακτόζη: η λακτόζη δεν μπορεί να διασπαστεί και ούτε να απορροφηθεί, με αποτέλεσμα να περνά αναλλοίωτη στο παχύ έντερο, όπου αρχίζει να υφίσταται μικροβιακή ζύμωση. Τα εντερικά βακτήρια τη μετατρέπουν σε λιπαρά οξέα με ταυτόχρονη παραγωγή αερίων όπως διοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο και μεθάνιο. Τα αέρια προκαλούν μια σειρά δυσάρεστων συμπτωμάτων όπως ναυτία, ερεθισμένο και σφιγμένο στομάχι, τυμπανισμό, κοιλιακό άλγος ή κολικούς, και έντονη εντερική κινητικότητα. Σταδιακά παρατηρείται και αλλαγή στην εντερική χλωρίδα του ατόμου.

 

Στατιστικά στοιχεία και διαγνωστικά κριτήρια

Φυσιολογικά  το ένζυμο λακτάση παράγεται σε μεγάλες ποσότητες κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής, όταν το βρέφος έχει απόλυτη ανάγκη το μητρικό γάλα. Στη συνέχεια όμως της ζωής ενός ατόμου η παραγωγή λακτάσης μειώνεται σταθερά. Το πρόβλημα δημιουργείται σε ορισμένα άτομα όταν η παραγωγή της λακτάσης μειώνεται περισσότερο από το σύνηθες, οπότε και παρουσιάζεται η δυσανεξία στη λακτόζη. Εκτιμάται ότι το 5% του πληθυσμού στη Βόρεια Ευρώπη, περίπου 70% στη Σικελία και πάνω από 90% του πληθυσμού σε κάποιες χώρες της Αφρικής και της Ασίας υποφέρουν από δυσανεξία στη λακτόζη. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι περίπου 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών έχει κάποια ανεπάρκεια παραγωγής λακτάσης, ενώ το ποσοστό αυτό αυξάνεται πριν από την εφηβεία.

Σημειώνεται ότι σε κάποιες –σπάνιες ευτυχώς– περιπτώσεις υπάρχει εκ γενετής έλλειψη του ενζύμου λακτάση. Η δυσανεξία στη λακτόζη σε αυτές τις περιπτώσεις εκδηλώνεται στα βρέφη με βαριά διάρροια με κίνδυνο αφυδάτωσης και μεταβολικές διαταραχές. Σε αυτές τις περιπτώσεις η δυσανεξία συνοδεύει τα παιδιά αυτά για όλο το υπόλοιπο της ζωής τους και χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση. Επίσης, εκτός από τη φυσιολογική μείωση λακτάσης κατά τη διάρκεια της ζωής, μπορεί να προκληθεί δευτεροπαθής έλλειψη λακτάσης από παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη βλεννογόνο του εντέρου όπως κοιλιοκάκη, λοιμώδη γαστρεντερίτιδα ή νόσο του Crohn. Η δευτεροπαθής έλλειψη λακτάσης μπορεί να παρουσιαστεί επίσης σε άτομα που είναι φορείς του ιού  HIV, σε άτομα που υποσιτίζονταν για μεγάλο διάστημα ή σε άτομα που σιτίζονταν για παρατεταμένο διάστημα με ορό.

Η διάγνωση της δυσανεξίας στη λακτόζη δεν είναι πάντα τόσο απλή. Σε κάποιες περιπτώσεις τα συμπτώματα παρουσιάζονται μέσα στα πρώτα 30 λεπτά μετά τη λήψη λακτόζης, ενώ σε άλλες μπορεί να εμφανιστούν μετά από 2 με 6 ώρες, ή ακόμα και πολλές ώρες μετά τη λήψη λακτόζης. Η τελική διάγνωση μπορεί να γίνει με τεστ αναπνοής μέσω μέτρησης υδρογόνου του εκπνεόμενου αέρα, με μέτρηση του pH των κοπράνων, τα οποία είναι όξινα, καθώς και με ειδικά τεστ ανοχής στη λακτόζη.

 

Προσοχή στη διατροφή

Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων στη δυσανεξία στη λακτόζη διαφέρει σημαντικά από άτομο σε άτομο, γι’ αυτό και θα πρέπει να τροποποιείται η διατροφή κατά περίπτωση. Ο γενικός κανόνας είναι ότι σε πρώτη φάση θα πρέπει να αποφεύγεται το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και όλα τα παράγωγά τους, ενώ στη συνέχεια μπορεί κάποιος να αρχίσει να εντάσσει στο διαιτολόγιό του μικρές ποσότητες αυτών των τροφών, ανακαλύπτοντας το προσωπικό του όριο ανοχής.

 

Προσοχή χρειάζεται και στα τρόφιμα που αποτελούν «κρυφές πηγές λακτόζης», στα οποία έχει χρησιμοποιηθεί καζεΐνη, λακταλβουμίνη, ορός γάλακτος και γάλα σε σκόνη. Επίσης, τροφές που δυνητικά ενδέχεται να περιέχουν πηγές λακτόζης είναι το ψωμί, τα δημητριακά, τα κέικ, τα μπισκότα, τα παξιμάδια, η μαργαρίνη, οι έτοιμες σούπες, καθώς και οι έτοιμες σάλτσες.

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ότι τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώσουν με σχετική ασφάλεια προϊόντα που προέρχονται από ζύμωση του γάλακτος όπως το γιαούρτι, το κεφίρ, το ξυνόγαλα και το αριάνι. Η ζύμωση που έχουν υποστεί αυτά τα προϊόντα μέσω των φιλικών βακτηρίων που περιέχουν, έχει ήδη καταναλώσει το μεγαλύτερο μέρος της λακτόζης του γάλακτος, οπότε δεν δημιουργούν προβλήματα. Επίσης, τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώσουν ώριμα τυριά, καθώς κατά την ωρίμανση του τυριού η λακτόζη στο σύνολό της σχεδόν έχει μετατραπεί σε γαλακτικό οξύ, που δεν προκαλεί συμπτώματα.

Τέλος, ασφαλής θεωρείται και η κατανάλωση παγωτού και μιλκσέικ, καθώς είναι προϊόντα που έχουν υποστεί προσθήκη του ενζύμου λακτάση. Αυτό γίνεται στη βιομηχανία τροφίμων λόγω της απαλότερης υφής που χαρίζει η παρουσία γλυκόζης και γαλακτόζης, συγκριτικά με τους μικροκρυστάλλους που δημιουργεί η παρουσία λακτόζης. Τα τελευταία επίσης χρόνια κυκλοφορούν στο εμπόριο ειδικά γάλατα, με μειωμένη συγκέντρωση λακτόζης.

 

Βοήθεια  από μία φυσική φόρμουλα υγείας

Εάν υποφέρετε από δυσανεξία στη λακτόζη λόγω πρωτοπαθούς ή δευτεροπαθούς έλλειψης λακτάσης, και πάντα σε συνδυασμό με τις οδηγίες του γιατρού σας, μπορείτε να βοηθηθείτε πολύ στα συμπτώματα από μία ειδική φόρμουλα υγείας που θα αναζητήσετε στο φαρμακείο. Ο ευεργετικός συνδυασμός του ενζύμου λακτάσης, των Λακτοβάκιλλων Reuteri, Sporogenes και Subtilis, καθώς και των πρεβιοτικών μαλτοδεξτρινών, μπορεί να σας ανακουφίσει ιδιαίτερα.

 

Πιο συγκεκριμένα, το ένζυμο λακτάση στη φόρμουλα υγείας θα βοηθήσει στη διάσπαση της λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη, που είναι αφομοιώσιμες μορφές. Έτσι, θα αποφευχθούν τα ενοχλητικά συμπτώματα του μετεωρισμού, του τυμπανισμού και της διάρροιας μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικών. Παράλληλα, όμως, οι λακτοβάκιλλοι που περιέχει μία τέτοια φόρμουλα υγείας μπορούν να ασκήσουν ιδιαίτερα ευεργετική δράση. Οι λακτοβάκιλλοι υπάγονται στα οξυγαλακτικά βακτήρια, και αποτελούν προβιοτικά, δηλαδή ζωντανούς μικροοργανισμούς που όταν καταναλώνονται ασκούν ιδιαίτερα ευεργετική επίδραση στην υγεία του ατόμου. Οι Λακτοβάκιλλοι Reuteri, Sporogenes και Subtilis είναι προβιοτικά που δρουν ως εξισορροπιστές της εντερικής χλωρίδας. Μετατρέπουν τη λακτόζη σε γαλακτικό οξύ, ενώ κατά τη λύση τους απελευθερώνεται το ένζυμο λακτάση στον πεπτικό σωλήνα. Ταυτόχρονα, οι λακτοβάκιλλοι ρυθμίζουν με τον πιο φυσικό τρόπο την ομαλή λειτουργία του εντέρου.

 

Τέλος, η παρουσία των πρεβιοτικών μαλτοδεξτρινών σε μία τέτοια φόρμουλα υγείας, βοηθάει ιδιαίτερα στην αύξηση όχι μόνο του αριθμού αλλά και της ενεργότητας των λακτοβάκιλλων, ενισχύοντας κατά πολύ τη δράση τους στον γαστρεντερικό σωλήνα.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα