Κερδοφορία και δυναμικό φέρνουν τις επενδύσεις

Στη μνημονιακή Ελλάδα της περιόδου 2010-2016 η προσέλκυση επενδύσεων αποτελεί μέγα ζητούμενο, με τη διαφορά ότι στο άκουσμα της λέξης «επενδύσεις» η δημόσια συζήτηση περιορίζεται συνήθως στις αποκρατικοποιήσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν μιλάμε για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που θέλουν να προσελκύσουν κεφάλαια; Και όταν το επιτυγχάνουν, ποιο είναι το καταλυτικό «όπλο» τους;

Επιμέλεια: Νίκος Τσαγκατάκης

Την απάντηση στα ερωτήματα του προλόγου την έδωσε με τον πλέον αξιόπιστο τρόπο η τελευταία έρευνα της ΕΥ (Ernst & Young) για τις αποτιμήσεις, καταδεικνύοντας ότι ο πλέον σημαντικός παράγοντας για τους επενδυτές προκειμένου να «χτίσουν» θέσεις σε μία ιδιωτική επιχείρηση που αναζητά κεφάλαια είναι η δύναμη μίας ισχυρής διοικητικής ομάδας τής υπό επένδυση επιχείρησης.

Στην έρευνα που είχε τον τίτλο «Value quest: How do investors find value amid the crowd of private companies?» (σ.σ. σε ελεύθερη μετάφραση «Πώς οι επενδυτές ανακαλύπτουν προστιθέμενη αξία ανάμεσα σε πληθώρα ιδιωτικών επιχειρήσεων;»), η ΕΥ ζήτησε από 550 θεσμικούς επενδυτές εταιρειών, επιχειρηματικών συμμετοχών και εταιρειών καινοτόμου κεφαλαίου, να δώσουν πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποτιμήσεις τους, το στάδιο του κύκλου ζωής μίας ιδιωτικής επιχείρησης στο οποίο επιλέγουν να επενδύσουν, καθώς και τις αποδόσεις στις οποίες στοχεύουν.

Αποτέλεσμα; Το 65% των επενδυτών τόνισε ότι η ποιοτική ηγετική ομάδα, οι ισχυρές οικονομικές και επιχειρηματικές υποδομές, η εταιρική διακυβέρνηση και μία ισχυρή στρατηγική επενδυτικών σχέσεων, επηρεάζουν καθοριστικά τις επενδυτικές αποφάσεις. Αυτό που, παράλληλα, κυριάρχησε ως συμπέρασμα από την εν λόγω έρευνα είναι πως η αξιοπιστία και το ιστορικό μιας διοικητικής ομάδας –η φήμη εν ολίγοις–, καθώς και οι υφιστάμενοι επενδυτές, αποτελούν τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν μια επιχείρηση, επηρεάζοντας σημαντικά την επιχειρησιακή της αξία.

Οι μετρήσεις παίζουν ρόλο
Οι μετέχοντες στην έρευνα τόνισαν, επίσης, τη σημασία των παραδοσιακών μετρήσεων, κατά την αξιολόγηση πιθανών επενδύσεων. Τα κέρδη, η αύξηση του κύκλου εργασιών και, το σημαντικότερο, η κερδοφορία επισημάνθηκαν στις συζητήσεις με τους ερωτηθέντες στην έρευνα, ενώ πάνω από τους μισούς (51%) επικεντρώθηκαν στους πολλαπλασιαστές επί των κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (Επιχειρησιακή Αξία/ΚΠΤΦΑ – EV/EBITDA), όπως και στους πολλαπλασιαστές επί των πωλήσεων (EV/Sales) ως βασικά χρηματοοικονομικά κριτήρια των αποτιμήσεων.

Ο Δρ. Martin Steinbach, επικεφαλής τής ΕΥ στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Αφρική για θέματα Δημοσίων Εγγραφών, σχολιάζει: «Οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν ένα πειστικό εταιρικό ιστορικό, το οποίο να διαρθρώνει με σαφή τρόπο την πορεία προς τη δημιουργία αξίας, σε συνδυασμό με μία ισχυρή παρουσία στους παραδοσιακούς δείκτες. Σε ό,τι αφορά στην αποτίμηση μίας επιχείρησης, ενώ σε κάθε κλάδο προτιμώνται διαφορετικές μέθοδοι αξιολόγησης, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και το επιχειρηματικό μοντέλο του κλάδου, πρέπει να χρησιμοποιούνται τουλάχιστον τρεις μέθοδοι, προκειμένου να αποκτηθεί μία πρώτη ένδειξη του εύρους της αξίας μίας εταιρείας».

Από την πλευρά τού επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων τής ΕΥ Ελλάδας, Τάσου Ιωσηφίδη, σχολιάστηκαν τα ευρήματα της έρευνας, σημειώνοντας τα εξής: «Τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε μία περίοδο κατά την οποία η χώρα μας επιδιώκει να προσελκύσει ξένους επενδυτές. Οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τα κριτήρια βάσει των οποίων αξιολογούνται και αποτιμώνται σήμερα οι εταιρείες από τους επενδυτές, χρησιμοποιώντας παραπάνω από μια προσέγγιση ή μέθοδο (με βάση το εισόδημα ή την αγορά), συνεκτιμώντας παράλληλα σημαντικούς ποιοτικούς παράγοντες, όπως η ύπαρξη μίας ισχυρής διοικητικής ομάδας, οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και ο ανθρώπινος παράγοντας. Οι χρηματοοικονομικοί δείκτες και πολλαπλασιαστές από μόνοι τους δεν αποτελούν το μόνο κριτήριο για τους επενδυτές».

Οι επενδυτές έγιναν πιο υπομονετικοί και συντηρητικοί
Οι επενδυτικοί ορίζοντες που επιδιώκουν οι επενδυτές έχουν επιμηκυνθεί από την τελευταία επενδυτική έρευνα της EY το 2013, με το 46% των θεσμικών επενδυτών να αναφέρει έναν ορίζοντα πέντε ετών ή και περισσότερο, ενώ οι συζητήσεις σε βάθος με διευθύνοντες συμβούλους στο πλαίσιο της έρευνας ανέδειξαν μία διάθεση για επέκταση των επενδυτικών όρων άνω των επτά ετών. Οι προσδοκίες ως προς τις αποδόσεις ήταν σχετικά μετριοπαθείς, καθώς πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες (52%) δηλώνουν ότι θα δέχονταν αποδόσεις της τάξης του 10%-20%. Ωστόσο, οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών εμφανίζονται πιο απαιτητικές, καθώς σχεδόν οι μισοί (48%) επιδιώκουν αποδόσεις μεταξύ 20% και 30%.

Πολλοί επενδυτές εμφανίζονται, επίσης, αρκετά συντηρητικοί, με τους Αμερικανούς επενδυτές, για παράδειγμα, να επικεντρώνονται στην εγχώρια αγορά της Βόρειας Αμερικής, ενώ οι Ιάπωνες επενδυτές στην Ασία. Οι επενδυτές που ήταν προετοιμασμένοι να εξετάσουν επενδυτικές ευκαιρίες σε αγορές του εξωτερικού, αναγνώρισαν επιπλέον δυσκολίες, εκτός από την απλή διοχέτευση κεφαλαίων στις επενδυόμενες επιχειρήσεις που βρίσκονται στο εξωτερικό. Οι επενδυτές αναγνωρίζουν επίσης τη δύναμη των αριθμών, με το 42% του συνόλου να προτιμά τη συμμετοχή σε ένα πλειοψηφικό σχήμα και το 36% να αποδέχεται θέσεις μειοψηφίας.

Όσον αφορά στην επιλογή του κλάδου, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ήταν οριακά η προτιμώμενη επιλογή των συμμετεχόντων (17%), ενώ ακολουθούν η τεχνολογία (16%) και η βιοτεχνολογία (12%).

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα