Κουκουλοφόροι δια πάσαν νόσον και… ετυμηγορία

Εν αναμονή των αποδείξεων για το ποιος τελικά έκανε τις υποκλοπές οι καταγγέλλοντες επιζητούν «συνταγή» Novartis

Ήταν μεσοκαλόκαιρο και με αρκετά υψηλές θερμοκρασίες όταν «έσκασε» για τα καλά η υπόθεση των υποκλοπών στη χώρα μας. Όμως έχει αρχίσει να χειμωνιάζει και ο «καύσωνας» που προκάλεσαν οι αποκαλύψεις για το παράνομο λογισμικό Pradator, για το ποιος παρακολουθούσε ποιον και κυρίως για το ποιος λέει την αλήθεια και ποιος ρίχνει λάσπη στον ανεμιστήρα συνεχίζεται.

Η ΑΠΟΨΗ

Από όσα έχουν δει το φώς της δημοσιότητας όλους αυτούς τους μήνες, για το μόνο που υπάρχει έμμεση ή άμεση συναίνεση είναι ότι το «Pradator» μπήκε κάποια στιγμή σε ελληνική πρίζα, τέντωσε τα «αυτιά» του και παρακολούθησε δεκάδες ανθρώπους. Αυτό που παραμένει στο σκοτάδι είναι ποιος το προμηθεύτηκε και ποιος το έβαλε σε λειτουργία. Και επ’ αυτού, υπάρχουν για την ώρα δύο κυρίαρχα αφηγήματα. Το ένα είναι αυτό της κυβέρνησης που δια των εκπροσώπων της –προεξάρχοντος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη– διαρρηγνύει τα ιμάτιά της ότι ουδέποτε απέκτησε τον παράνομο ηλεκτρονικό ωτακουστή κι ότι πρέπει να αναζητηθεί αλλού ο «ένοχος».

Το άλλο είναι αυτό της αντιπολίτευσης που επιμένει ότι η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία είναι ο εντολέας των υποκλοπών, πατώντας στις βάρκες των δημοσιογραφικών ερευνών που «έτρεξαν» κατά κύριο λόγο το site «Inside Story» που φέρει την υπογραφή του Τάσου Τέλλογλου, η εφημερίδα «Documento» του Κώστα Βαξεβάνη, αλλά και οι εφημερίδες «ΝΕΑ» και «ΒΗΜΑ».

Για μεν το κυβερνητικό στρατόπεδο η επιχειρηματολογία είναι κοινή, λιτή και χωρίς άλλες εξηγήσεις, δεδομένου ότι για όσα ΔΕΝ λέγονται ή ΔΕΝ εξηγούνται επαρκώς η ευθύνη αποδίδεται στου φραγμούς που θέτει το συνταγματικό απόρρητο. Είναι ενδεικτικό ότι στις 29 Ιουλίου συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών η Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής με θέμα την παρακολούθηση του κινητού του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, Νίκου Ανδρουλάκη, και εκεί εμφανίστηκαν με κοινή γραμμή:

>> Ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, που φέρεται να διαβεβαίωσε ότι το ελληνικό Δημόσιο ΟΥΔΕΠΟΤΕ έχει προμηθευτεί παράνομο λογισμικό παρακολούθησης και δεν υπάρχει, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα τέτοια σύμβαση.

>> Ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Κυριάκος Πιερρακάκης, που εμφανίζεται να ενημέρωσε τα μέλη της Επιτροπής για τον τρόπο λειτουργίας των επίδικων λογισμικών παρουσιάζοντας εκθέσεις της Facebook αλλά και του Ευρωκοινοβουλίου, αρνούμενος παράλληλα ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει προμηθευτεί ένα τέτοιο «εργαλείο».

>> Ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων, που φέρεται να διαβεβαίωσε κι αυτός με τη σειρά του ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν παρακολουθεί πολιτικούς και βεβαίως δεν έχει προμηθευτεί το Predator.

Επίσης, στις 26 Αυγούστου, σε νέα συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας προσήλθε ο Θεμιστοκλής Δεμίρης, ο αντικαταστάτης του αποπεμφθέντα από την ηγεσία της ΕΥΠ Π. Κοντολέοντα, ο οποίος επανέλαβε ότι η Ελλάδα δεν έχει προμηθευτεί το «Predator» και πως η υπηρεσία του δεν έχει στην κατοχή της το συγκεκριμένο σύστημα παρακολουθήσεων.

Στις παραπάνω διαβεβαιώσεις θα πρέπει να προστεθούν κι αυτές που έδωσαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Γρηγόρης Δημητριάδης. Ο μεν πρωθυπουργός παραχώρησε συνέντευξη στις 7 Νοεμβρίου στον ΑΝΤ1 λέγοντας ότι υπάρχει λογισμικό «Predator» στην Ελλάδα αλλά το χειρίζονται παράκεντρα εκτός ΕΥΠ. Ο δε πρώην γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού εμφανίστηκε στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της 28ης Νοεμβρίου και αρνήθηκε κάθε καταγγελλόμενη ανάμειξη της κυβέρνησης με την προμήθεια ή τη χρήση του «Predator».

 

ΟΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΝΤΕΣ

Σίγουρος ο Τέλλογλου…

Επί της ουσίας η κυβέρνηση αρνείται κατηγορηματικά αυτά που της προσάπτουν οι δημοσιογραφικές πένες που με λιγότεροι ή περισσότερο απόλυτο τρόπο ισχυρίζονται ότι ο ιστός των παρακολουθήσεων έχει εξυφανθεί στη Μέγαρο Μαξίμου με εκτελεστικό βραχίονα την ΕΥΠ.

Για παράδειγμα στις 14 Νοεμβρίου στο Inside Story «ανέβηκε» ένα ρεπορτάζ που τιτλοφορείται «Ελληνικό δημόσιο και Intellexa: κι όμως γνωρίζονται» και το οποίο φέρει τις υπογραφές των Τάσου Τέλλογλου και Ελίζας Τριανταφύλλου.

Επικαλούμενοι δημοσιογραφικές πηγές τους, οι δύο ρεπόρτερ υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι «στην Αγία Παρασκευή, σε χώρο που ελέγχει η ελληνική κυβέρνηση, εγκαταστάθηκε το σύστημα παράνομης παρακολούθησης Predator της Intellexa. Η αγορά του κόστισε στην ελληνική πλευρά 7 εκατ. ευρώ και από εκεί και πέρα το κόστος για 10 στόχους τον μήνα που εναλλάσσονται, είναι στα 150.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η αγορά του συστήματος “κρύφτηκε” μέσα σε άλλη σύμβαση της ΕΥΠ».

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε άλλο άρθρο του που αναρτήθηκε στον ιστότοπο του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ στις 24 Οκτωβρίου, ο Τ. Τέλλογλου κατήγγειλε ότι έχει πέσει και ο ίδιος θύμα παρακολούθησης, περιγράφοντας περιστατικά που προσομοιάζουν με αποσπάσματα κινηματογραφικού κατασκοπευτικού θρίλερ.

Ακολούθησαν και δύο συνεντεύξεις του Τ. Τέλλογλου. Η μία στις 27 Νοεμβρίου στο pod.gr έχοντας απέναντί του τον Σταύρο Θεοδωράκη και η άλλη στις 28 Νοεμβρίου που φιλοξενήθηκε στο ειδησεογραφικό site Libre. Στο μεν pod.gr, o Τ. Τέλλογλου προσωποποίησε την κυβερνητική ευθύνη για τις υποκλοπές στο πρόσωπο του Γρηγόρη Δημητριάδη ισχυριζόμενος ότι ήταν εκείνος που αποφάσιζε και ότι «υπήρχαν κάποιοι ιδιώτες που έπαιζαν κάποιο ρόλο που αρνούνται τώρα τη συμμετοχή τους (…)», ενώ συμπλήρωσε ότι ο Π. Κοντολέων δεν είχε δυνατότητα αυτόνομων αποφάσεων. Την βεβαιότητα ότι το Predator “χρησιμοποιείτο από το κράτος» εξέφρασε ο Τέλλογλου και στη συνέντευξή του στο Libre.

Ο… δοσατζής Βαξεβάνης

Λιγότερο κομψά αλλά με την ίδια απολυτότητα υποστηρίζει και ο Κ. Βαξεβάνης το σενάριο ότι η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι οι ενορχηστρωτές των «κοριών».

Στις 6, στις 13, στις 20 και στις 27 Νοεμβρίου η εφημερίδα «Documento» δημοσίευσε σε… δόσεις τις φερόμενες λίστες των παρακολουθούμενων από το σύστημα Predator προσώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν την Κυριακή 13 Νοεμβρίου ο Κ. Βαξεβάνης δημοσίευσε το δεύτερο μέρος της λίστας, συνόδευσε την παράθεση των ονομάτων των παρακολουθούμενων με ένα flash story για τον καθένα εξ αυτών στο οποίο επιχειρήθηκε να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο γινόταν η παρακολούθηση.

 

 

Οι μπαλοθιές από «ΝΕΑ» και «ΒΗΜΑ»

Το… λιθαράκι τους στο οικοδόμημα των αποκαλύψεων για τις παρακολουθήσεις μέσω Predator έχουν βάλει και δύο δημοσιογράφοι των εφημερίδων «ΝΕΑ» και «ΒΗΜΑ». Ο λόγος για τον Γιώργο Παπαχρήστο και τον αστυνομικό συντάκτη Βασίλη Λαμπρόπουλο. Ξεκινώντας από τον τελευταίο, ο έμπειρος ρεπόρτερ υπογράφει ρεπορτάζ στο «ΒΗΜΑ» της 13ης Νοεμβρίου σύμφωνα με το οποίο από το 2020 «ο Ισραηλινός “εκπρόσωπος” του κατασκοπευτικού λογισμικού “Predator” Σαχάκ Αβνί είχε συναντήσεις με τον πρώην διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα και τον επιχειρηματία (στενό φίλο του πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη) Γιάννη Λαβράνο στο γραφείο του τελευταίου στο Νέο Ψυχικό, πίσω από το Πεντάγωνο.».

Στη συνέχεια του ίδιου ρεπορτάζ περιγράφεται ότι «ο Σαχάκ Αβνί, σε συνεννόηση με τον Γιάννη Λαβράνο, τη διοίκηση της ΕΥΠ και με αναφερόμενη γνώση του κ. Δημητριάδη, είχε ενεργοποιήσει αρχικά το “Predator” στα γραφεία των μυστικών υπηρεσιών στην Αγία Παρασκευή με πρώτο “στόχο” αλλοδαπό για τον οποίο υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για λόγους εθνικής ασφαλείας.».

Σύμφωνα, πάντα, με τον αστυνομικό συντάκτη του ΒΗΜΑΤΟΣ «μετά την παρακολούθηση του αλλοδαπού, όπου δεν υπήρχε επιτυχία, οι στόχοι του “Predator” άρχισαν να αυξάνονται αλματωδώς (έχει τη δυνατότητα καταγραφής δεδομένων από 150 έως 200 κινητά ετησίως) και επεκτάθηκαν, με κύριο ενδιαφέρον για υπουργούς της ΝΔ αλλά και επιχειρηματίες, προς εξυπηρέτηση πολυποίκιλων συμφερόντων του ίδιου “κέντρου”».

Επτά ημέρες μετά, στις 20 Νοεμβρίου ο Β. Λαμπρόπουλος επανέρχεται με νέο ρεπορτάζ στο «ΒΗΜΑ» γράφοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Στο πίσω μέρος, προς την πλευρά του Υμηττού, του διώροφου κτιρίου των εγκαταστάσεων της ΕΥΠ στην Αγία Παρασκευή που προοριζόταν να φιλοξενήσει μονάδες των μυστικών υπηρεσιών για την “ασφάλεια του κυβερνοχώρου” είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε την περίοδο, κυρίως, 2020 -2022 το παράνομο λογισμικό Predator που φέρεται να παρακολουθούσε δεκάδες πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες και άλλους ιδιώτες! Στον συγκεκριμένο χώρο έδιναν παρών αστυνομικοί που είχαν μετατεθεί στην ΕΥΠ κυρίως από την Υποδιεύθυνση Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος της Ασφάλειας Αττικής αλλά και άλλες αστυνομικές υπηρεσίες.».

Στο ίδιο τέμπο και ο Γ. Παπαχρήστος, που στις 7 Νοεμβρίου και από τη στήλη «ΣΤΙΓΜΑ» την οποία επιμελείται στα «ΝΕΑ» έγραψε ότι «από τα τέλη Αυγούστου, όπως εγκύρως και εγκαίρως είχα ενημερώσει, στο μικρό χωριό των Αθηνών κυκλοφορούσε ότι δεν είναι μόνο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στόχος της παρακολούθησης από το συστηματάκι των “πονηρών” με επικεφαλής τον “ανιψιό” Γρηγόρη Δημητριάδη και ενεργούμενα το κουμπαράκι του τον Λαβράνο, τον τέως αρχηγό της ΕΥΠ κ.λπ., υπάρχουν και άλλοι.».

Ο Παπαχρήστος ξαναχτύπησε από την ίδια στήλη των ΝΕΩΝ την περασμένη Τρίτη (29/11) γράφοντας ότι σύμφωνα με τα όσα του είπε «πηγή» του, οι χρήστες του συστήματος Predator «άκουγαν» κάθε μήνα μέχρι και 300 τηλεφωνικούς αριθμούς, ενώ αναρωτώμενος για λογαριασμό ποιου γίνονταν οι παρακολουθήσεις, απάντησε σιβυλλικά: «Κατά τον Δημητριάδη ουδεμία περίπτωση χρήσης ή κτήσης του συστήματος έγινε από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ή από άλλον κρατικό φορέα ή οργανισμό. Το είπε χθες (σ.σ. την περασμένη Δευτέρα) στην Επιτροπή Διαφάνειας της Βουλής, και είμαστε υποχρεωμένοι να τον πιστέψουμε. Μέχρι τη στιγμή που –κατά τον δικό μου– θα αποδώσει η έρευνα που έχει ανατεθεί (από ποιον δεν ξέρω, μη με ρωτάτε) σε εταιρεία ερευνών του εξωτερικού προκειμένου να αποδείξει το αντίθετο – αν υπάρχει. Τι να υπάρχει; Μια σύμβαση, παιδιά, μια σύμβαση».

Δηλαδή κάνοντας σούμα τα όσα έγραψαν τέσσερις μεγάλες δημοσιογραφικές πένες (Τέλλογλου, Λαμπρόπουλος, Παπαχρήστος, Βαξεβάνης) χωρίς καμία επιφύλαξη, ευθέως διατυπώνεται με βεβαιότητα η θέση τους, ότι υπάρχει «Predator», ότι έχει αγοραστεί από το κράτος, ότι το χειρίζονταν δημόσιοι λειτουργοί, όχι για παρακολουθήσεις πολιτικών αντιπάλων της Ν.Δ. –εξαίρεση ο Νίκος Ανδρουλάκης–

αλλά για τους υπουργούς της, για πρώην πρωθυπουργό, για επιχειρηματίες κλπ.

Για όλα αυτά βεβαίως εξυπακούεται ότι θα κληθούν να προσκομίσουν και τα αποδεικτικά στοιχεία για τις ποινικά –και όχι μόνο– παραβάσεις των προσώπων που δημόσια κατηγορούν.

 Οφείλει η Δικαιοσύνη να καλέσει άμεσα τους καταγγέλλοντες δημοσιογράφους να αποδείξουν την εμπλοκή των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αν όμως αποδείξεις δεν υπάρχουν και βεβαίως δεν κατατεθούν, απλά και μόνο γιατί η ερευνητική δημοσιογραφία θέλησε να εδραιώσει τη δυναμική της, τότε το… εδώλιο δεν θα πρέπει να έχει πρόβλημα για να τους φιλοξενήσει. Όπως δεν πρέπει να έχει πρόβλημα και με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, αν οι ρεπόρτερ έχουν δίκιο…

Και ζήσαν αυτοί… κακά κι εμείς καλύτερα

Όλο το ζουμί, λοιπόν, είναι αν υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις προμήθειας του συστήματος παρακολούθησης Predator από την κυβέρνηση. Στο ενδεχόμενο που τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ισχυριστεί ότι προμηθεύτηκε το σύστημα κρυφά από τον πρωθυπουργό αλλά δεν το χρησιμοποίησε. Αν από την άλλη η έρευνα δείξει ότι οι «κοριοί» από κέντρα εκτός κυβέρνησης, επιχειρηματικά ή άλλα, τότε… πιάσ’ το αυγό και κούρεφ’ το!!! Εδώ δεν τα κατάφερε η Άνγκελα Μέρκελ να βρει άκρη με τη φερόμενη παρακολούθησή της του τηλεφώνου της 2013 από τους Αμερικανούς, θα βρει η Ελλάδα;

Υπό αυτό το πρίσμα η υποτιθέμενη σύμβαση που αναφέρει ο Γ. Παπαχρήστος είναι μάλλον αυτή που θα οδηγήσει –αν και εφόσον υφίσταται και ανακαλυφθεί– στη διαλεύκανση της μυστηριώδους υπόθεσης των υποκλοπών. Διότι για την ώρα δεν έχουμε τίποτα περισσότερο από τον λόγο των ρεπόρτερ απέναντι στον λόγο της κυβέρνησης. Και σε αυτή την περίπτωση δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή ψεύδεται ασύστολα όλο το κυβερνητικό οικοσύστημα του Μεγάρου Μαξίμου ή έχει πέσει θύμα εξωφρενικής και ασυγχώρητης παραπληροφόρησης ο δημοσιογραφικός κόσμος.

Το θέμα, ωστόσο, είναι τι θα συμβεί όταν η έρευνα των αρμοδίων αρχών καταδείξει ποιος είναι τελικά ο ψεύτης. Διότι αν είναι η κυβερνητική πλευρά, ο νομοθέτης έχει προβλέψει τα επίχειρα της όποιας παρανομίας, όσο για τον λαό θα αξιολογήσει στην κάλπη τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης και σε αυτό το θέμα.

Αν είναι, όμως, η δημοσιογραφική πένα αυτή που έσφαλε, τι μέλλει γενέσθαι; Θα ισχυριστούν οι γράφοντες «αυτές τις μαρτυρίες είχαμε, δεν τρέχει τίποτα αν δεν αποδείχτηκαν αληθείς» και ζήσαν αυτοί –οι καταγγελλόμενοι– κακά κι εμείς καλύτερα; Δεν το λέμε τυχαία αυτό  διότι την ώρα που π.χ. στο «Documento» έχουν βγάλει και την «ετυμηγορία» ότι εγκέφαλος του συστήματος παρακολούθησης είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης (σ.σ. σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εφημερίδας του Βαξεβάνη ο πρωθυπουργός συντόνιζε «δύο συστήματα αλληλοσυµπληρούμενα») υπάρχει η τουλάχιστον περίεργη παραδοχή Τέλλογλου, ότι παρά τα όσα αποκαλύπτει στα ρεπορτάζ του «δεν πρόκειται να βρεθεί σύμβαση η απόδειξη παροχής υπηρεσιών». Εν ολίγοις ο Τέλλογλου λέει ότι το «ξέρω αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω».

Ακόμη πιο περίεργο είναι ότι ο δημοσιογράφος θεωρεί απόδειξη ενοχής την «αρνησιμότητα» που όπως λέει «είναι η καρδιά της διανοητικής στάσης όσων εμπλέκονται σε παρόμοιες συναλλαγές». Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κατά τα άλλα έμπειρος δημοσιογράφος –που έχει σπουδάσει και νομικά– θεωρεί απόδειξη ενοχής ενός καταγγελλόμενου το γεγονός ότι συνήθως οι ένοχοι αρνούνται ότι είναι ένοχοι!!!

«Ας βάλουμε κουκούλες…»

Για να συμπληρωθεί το παζλ της ύπαρξης ή μη επαρκών αποδείξεων για το αν η κυβέρνηση προμηθεύτηκε το Predator, δεν θα πρέπει να προσπεραστεί η πρόσφατη δήλωση του επικεφαλής του τομέα Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ και δικηγόρου του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη, Γιάννη Μαντζουράνη, ότι για τις παρακολουθήσεις δεν υπάρχουν στοιχεία παρά μόνο μαρτυρίες. Μιλώντας στον ιστότοπο Militaire News και στον δημοσιογράφο Πάρι Καρβουνόπουλο, ο κ. Μαντζουράνης ανέφερε συγκεκριμένα:

«Τα γραφεία έκλεισαν. Μεταφέρθηκαν. Ο λογιστής άλλαξε και τα μηχανήματα όδευσαν αρχικά προς κάποια οικία, στα υπόγεια κάποιας κατοικίας στο Ψυχικό και μετά προς άγνωστον κατεύθυνση. Αυτό τι σημαίνει; Ότι υπάρχει αδυναμία κτήσης ή ανάκτησης των αποδείξεων, οι οποίες είτε έχουν εξαφανιστεί, με την έννοια είτε έχουν καταστραφεί, είτε έχουν φυλαχτεί σε κάποιο ντουλάπι καλοκλειδωμένες, ώστε να χρησιμοποιηθούν ή να απειλείται ότι θα χρησιμοποιηθούν προς τους κατάλληλους αποδέκτες».

Ερωτώμενος δε για το πώς θα διαλευκανθεί η υπόθεση δίχως αποδεικτικά στοιχεία, η απάντηση του στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι αυτό θα μπορέσει πια να γίνει με μαρτυρίες, με τον κ. Μαντζουράνη να υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι «υπάρχει πλέον μια νομική ασπίδα προστασίας αυτών των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος ή προστατευόμενων μαρτύρων, όπως λέγονται, οι οποίοι, αν θελήσουν και αν προχωρήσει η έρευνα, θα έχουν την κατάλληλη προστασία. Δεν βλέπω μεγάλες δυνατότητες άλλων αποδεικτικών στοιχείων, εκτός μόνο των στοιχείων που τηρούν οι πάροχοι, όπου όταν γίνονται οι επισυνδέσεις, οι πάροχοι πρέπει να κρατάνε στοιχεία για ένα χρονικό διάστημα».

Θα μπορούσε να βρει η πρόταση Μαντζουράνη έδαφος εφαρμογής; Πιθανόν, αλλά υπό μία προϋπόθεση: να συμφωνηθεί ότι αν οι κατηγορίες αποδειχτούν ψευδείς, θα αφαιρεθούν οι κουκούλες και οι μάρτυρες θα αντιμετωπίσουν τη Δικαιοσύνη για τα ψεύδη τους.

Έλα, όμως, που αν συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, θα ετίθετο το εύλογο ερώτημα «γιατί στη σκευωρία της Novartis δεν βγήκαν οι κουκούλες παρά το γεγονός ότι δεν αποδείχτηκαν οι ισχυρισμοί των κουκουλοφόρων μαρτύρων;».

Πολύ απλά ο δικηγόρος της κας Τουλουπάκη, Γ. Μαντζουράνης, δεν αρκείται στην πρακτική με την οποία γλύτωσε τα χειρότερα η πελάτης του πρώην εισαγγελέας Διαφθοράς –αφού οι τότε κουκουλοφόροι έλεγαν ό,τι ήθελαν χωρίς καμία συνέπεια– αλλά προτείνει την ίδια διαδικασία εκ του ασφαλούς αφού κι αν ακόμα σπιλωθεί η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός από ενδεχομένως ανύπαρκτα και υποβολιμαία στοιχεία των κουκουλοφόρων Νο2 και μάλιστα ενόψει εκλογών, οι ψευδομάρτυρες αυτοί να παραμείνουν ατιμώρητοι…

Με αυτόν τον σχεδιασμό ο κ. Μαντζουράνης, μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, θα έχει προσφέρει τα μέγιστα στο κόμμα του. Επαξίως, πέραν της θέσης του ως επικεφαλής του τομέα Δικαιοσύνης επιβάλλεται να του δοθεί και η αρμοδιότητα του στρατηγικού σχεδιασμού της Κουμουνδούρου.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα