Ο ληστής που έγραψε ιστορία

Αν και ως γεγονός αμφισβητείται, ο Ρόνι Μπιγκς υπήρξε θεωρητικά ο εγκέφαλος της «Μεγάλης Ληστείας του Τρένου» και με την ιδιότητά του αυτή έμεινε πια στην ιστορία, καθώς έφυγε από τη ζωή ανοίγοντας νέο κύκλο συζητήσεων για την επιτυχία του τόσο στη ληστεία αλλά και κόντρα στις διωκτικές αρχές!
Ήταν στις 7 Αυγούστου του 1963, όταν μια «ειδικού» τύπου αμαξοστοιχία ξεκίνησε από τη Γλασκώβη της Σκοτίας με προορισμό το Λονδίνο. Η αμαξοστοιχία των 12 βαγονιών, εκτός από τη συνηθισμένη αλληλογραφία, μετέφερε στο βαγόνι πίσω από την ντιζελομηχανή και ένα «υψηλής αξίας φορτίο». Συνήθως το υψηλής αξίας φορτίο ήταν 300.000 λίρες Αγγλίας, αλλά εκείνη την μέρα ήταν 2,6 εκατομμύρια λίρες (σ.σ.: σε τρέχουσες τιμές το ποσό αντιστοιχεί σε περίπου 50 εκατ. λίρες ή περίπου 58 εκατ. ευρώ), επειδή μεσολάβησε το Σαββατοκύριακο και ήταν αργία.
Κατά τις 3 το μεσημέρι, η αμαξοστοιχία σταμάτησε σε ένα κόκκινο φανάρι κοντά στο Buckinghamshire της Αγγλίας. Ο οδηγός, παραξενεμένος επειδή δεν θυμόταν το συγκεκριμένο φανάρι να σταματάει την αμαξοστοιχία στη συγκεκριμένη περιοχή, αντί να συνεχίσει την πορεία του, κατέβηκε από το τρένο και προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με την υπηρεσία του. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πως 12 άντρες κόβοντας τα καλώδια του σηματοδότη και συνδέοντάς τα με μια μπαταρία 6 βολτ άλλαξαν τη σήμανση σε κόκκινο και ήταν προετοιμασμένοι να επιτεθούν κατά της αμαξοστοιχίας.
Μόλις, λοιπόν, ο οδηγός επέστρεψε στο τρένο, του επιτέθηκε ένας από τους ληστές και τον πέταξε κάτω. Οι υπόλοιποι 6 ταχυδρομικοί υπάλληλοι που βρίσκονταν στο τρένο δέθηκαν και κλειδώθηκαν σε ένα βαγόνι. Οι 12 ληστές αντιμετώπιζαν τώρα ένα πρόβλημα: έπρεπε να μεταφέρουν το τρένο σε μια κοντινή γέφυρα, όπου έπρεπε να ξεφορτώσουν το πολύτιμο φορτίο σε φορτηγά. Ο ληστής που είχε αναλάβει να οδηγήσει το τρένο δεν μπορούσε τελικά να οδηγήσει αυτού του τύπου την ατμομηχανή, και αποφασίστηκε να το κάνει ο κανονικός οδηγός. Ο κανονικός οδηγός όμως αρνιόταν πεισματικά να μετακινήσει το τρένο, οπότε ένας από τους ληστές τον χτύπησε στο κεφάλι. Όταν φτάσανε στη γέφυρα, ξεφόρτωσαν 127 σάκους δημιουργώντας μια ανθρώπινη αλυσίδα στα φορτηγά. Τα φορτηγά που χρησιμοποίησαν είχαν παραπλανητικά τις ίδιες πινακίδες. Μετά από μισή ώρα, οι ληστές έφυγαν από το σημείο ακούγοντας ταυτόχρονα τις κινήσεις της αστυνομίας από έναν ασύρματο. Έφτασαν σε μια φάρμα περίπου 30 χλμ. μακριά, όπου άρχισαν να μοιράζουν τη λεία.

Η γκάφα
Ένας από τους ληστές έκανε το λάθος και είπε στους ταχυδρομικούς όταν τους έδενε πως δεν έπρεπε να κινηθούν για μισή ώρα. Από αυτό το στοιχείο η αστυνομία συμπέρανε πως οι συμμορία δεν θα πρέπει να βρισκόταν περισσότερο από 50 χλμ. μακριά από το σημείο της ληστείας. Το δεύτερο λάθος μερικές ημέρες μετά ήταν πως δύο από τους ληστές χρησιμοποίησαν κάποια από τα χρήματα που λήστεψαν για να πληρώσουν το ενοίκιό τους 3 μήνες μπροστά από το κανονικό. Η ιδιοκτήτρια που ήταν χήρα αστυνομικού παραξενεύτηκε από το γεγονός και ενημέρωσε τις αρχές. Έτσι επήλθαν οι πρώτες συλλήψεις και στη συνέχεια όλοι οι ληστές συνελήφθησαν. Στη δίκη που ακολούθησε, όλοι πλην τεσσάρων καταδικάστηκαν σε 30 χρόνια φυλακή.

Δραπέτης-playboy
Ο Ρόνι Μπιγκς ήταν κυρίως ο ιθύνων νους της περίφημης ληστείας. Αν και συνελήφθη και κρατήθηκε σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, κατάφερε να δραπετεύσει με άνεση το 1965. Ο Μπιγκς απέδρασε έπειτα από 15 μήνες πηδώντας από έναν τοίχο ύψους 9 μέτρων, στον οποίο ανέβηκε χρησιμοποιώντας μία σκάλα που του είχαν πετάξει οι συνεργοί του. Πήγε στο Παρίσι όπου έκανε πλαστική εγχείρηση για να αλλάξει την εμφάνισή του και, με πλαστά έγγραφα, διέφυγε πρώτα στην Αυστραλία και τελικά στη Βραζιλία, γνωρίζοντας ότι η χώρα δεν είχε υπογράψει συμφωνίες έκδοσης με την Αγγλία.
Η Αστυνομία τον είχε ανακαλύψει, οι Αρχές όμως της χώρας αρνήθηκαν να τον εκδώσουν, καθώς η στριπτιζέζ ερωμένη του ήταν έγκυος στο παιδί του – η βραζιλιάνικη νομοθεσία ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητη σε θέματα πατρότητας. Το 1981 απήχθη από ομάδα Bρετανών πρώην στρατιωτικών που φιλοδοξούσαν να τον οδηγήσουν πίσω στην πατρίδα για να εισπράξουν την επικήρυξη, όταν όμως το σκάφος που τους μετέφερε έπαθε βλάβη στα Μπαρμπέιντος, η κυβέρνηση της νησιωτικής χώρας αρνήθηκε με τη σειρά της να τον εκδώσει στη Βρετανία και τον έστειλε πίσω στη Βραζιλία!
Η νοσταλγία για την πατρίδα –«θέλω να πάω σε μία παμπ και να πιω μια πίντα μπύρας», δήλωνε– αλλά και η κακή κατάσταση της υγείας του τον οδήγησαν πίσω στη Μ. Βρετανία. Στις 7 Μαΐου του 2001, με αεροσκάφος που νοίκιασε η εφημερίδα «SUN», ο 70χρονος τότε Μπιγκς έφτασε στο Λονδίνο απένταρος από την περιπέτεια της υγείας του. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή, για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Το 2002, παράλυτος έπειτα από τέσσερα εγκεφαλικά επεισόδια, παντρεύτηκε τη Βραζιλιάνα φίλη του Ραϊμούντα Ρόθεν (ο πρώτος γάμος του είχε στο μεταξύ λυθεί). Το 2009, ο Μπιγκς αποφυλακίστηκε ημιθανής έπειτα από απόφαση του Βρετανού υπουργού Δικαιοσύνης Τζακ Στρο «για ανθρωπιστικούς λόγους» και μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής του η δύσκολη καθημερινότητά του μοιραζόταν ανάμεσα στο σπίτι του γιου του Μάικλ στο Βόρειο Λονδίνο, σε νοσοκομεία και σε ιδρύματα, εισπράττοντας μια μικρή σύνταξη αλλά και απολαμβάνοντας εικοσιτετράωρη περίθαλψη, μια προσφορά του βρετανικού συστήματος Υγείας, δηλαδή των φορολογουμένων…

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα