Πόλεμος για το καθεστώς διοίκησης των μουσείων

Ποτέ στο παρελθόν ένας υπουργός Πολιτισμού δεν είχε προκαλέσει τόσο θόρυβο. Ούτε η αντιπολίτευση έχει ζητήσει περισσότερες φορές την παραίτησή του. Και αυτή η πρωτιά ανήκει στη Λίνα Μενδώνη.

 Του Μ.ΚΕ.

Η νυν υπουργός Πολιτισμού είναι η μακροβιότερη στο συγκεκριμένο υπουργείο, ακόμη και από τη Μελίνα Μερκούρη. Η αείμνηστη Μελίνα συμπλήρωσε σχεδόν εννέα χρόνια στο υπουργείο Πολιτισμού, ενώ η Λίνα Μενδώνη μετά από δέκα χρόνια ως γραμματέας του υπουργείου, πλέον μετράει κι 1,5 χρόνο ως υπουργός.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε άρθρο για την υπουργό Πολιτισμού έχει γραφτεί η ατάκα ότι στη Λίνα Μενδώνη ταιριάζει ο τίτλος «Η γενική γραμματέας που έβλεπε τους υπουργούς να περνούν». Και η αλήθεια είναι ότι Μενδώνη διορίστηκε για πρώτη φορά γενική γραμματέας τον Μάρτιο του 1999 επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη και υπουργίας Ελισάβετ Παπαζώη. Και μέχρι τον Μάρτιο του 2004 που άλλαξε η διακυβέρνηση της χώρας η Μενδώνη ήταν ακλόνητη, ενώ από το υπουργείο πέρασαν και οι Θόδωρος Πάγκαλος, Ευάγγελος Βενιζέλος.

Η Μενδώνη επανήλθε στο υπουργείο τον Νοέμβριο του 2009 κι έμεινε έως τον Φεβρουάριο του 2015 με υπουργό τον Παύλο Γερουλάνο κι εν συνεχεία μέχρι να φύγει πέρασαν από το υπουργείο και οι Κώστας Τζαβάρας, Πάνος Παναγιωτόπουλος και Κώστας Τασούλας.

Από την ημέρα που ανέλαβε υπουργός Πολιτισμού μετά τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου του 2019, πλείστες φορές έχει διαβάσει και έχει ακούσει τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και ειδικά της αξιωματικής που συχνά-πυκνά ζητά την παραίτησή της. Η τελευταία φορά ήταν προ ολίγων ημερών, λίγο μετά την παραίτηση του Δημήτρη Λιγνάδη από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωσή του ζήτησε την αποπομπή τόσο της Μενδώνη, όσο και του υφυπουργού της, Νικόλα Γιατρομανωλάκη, παρά το γεγονός ότι ακόμη δεν υπάρχει καμία επίσημη καταγγελία για τον πρώην πλέον διευθυντή.

Η Λίνα Μενδώνη μπήκε στο στόχαστρο των Ελλήνων Αρχαιολόγων για την αλλαγή που ετοιμάζει στο καθεστώς διοίκησης των μουσείων

Η υπουργός στο διάστημα που ηγείται του υπουργείου ουκ ολίγες φορές έχει βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα. Για τα έργα στην Ακρόπολη, για την απόφασή της να ενοικιάζονται ελληνικές αρχαιότητες σε ξένα μουσεία, ακόμη και για το ότι δεν πρόσεξε κατά τη διάρκεια της πανδημίας τους καλλιτέχνες. Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ την έχει στοχοποιήσει περισσότερο και από το ΚΙΝΑΛ, το οποίο θα είχε ένα λόγο παραπάνω, καθώς μέχρι τον Ιούλιο του 2019 ήταν μέλος του. Και δεν σταμάτησε παρά το γεγονός ότι στο θέμα της ενοικίασης των αρχαιοτήτων τη στήριξε ανοικτά με ομιλία του από το βήμα της Βουλής και ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου.

Για τα μουσεία

Ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης άνοιξε το υπουργείο Πολιτισμού με τους αρχαιολόγους. Αφορμή ότι η κυβέρνηση προετοιμάζει νομοθετική ρύθμιση για τη μετατροπή πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ. Στις 22 Δεκεμβρίου συζητήθηκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο οι κατευθύνσεις νομοσχεδίου του υπουργείου Πολιτισμού για τη μετατροπή πέντε μεγάλων ελληνικών μουσείων (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ). Πλέον τα μουσεία δεν θα έχουν τον χαρακτήρα ειδικών περιφερειακών υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, αλλά θα διαθέτουν το καθένα το δικό του διοικητικό συμβούλιο, το οποίο και θα διορίζεται από τον  αρμόδιο υπουργό.

Ο πρωθυπουργός μάλιστα στο τότε Υπουργικό Συμβούλιο υποστήριξε, ότι η παρέμβαση αυτή «αφαιρεί γραφειοκρατία και προσθέτει αυτοτέλεια στα μουσεία μας, στα μεγάλα, τα εμβληματικά μουσεία μας, όπως έχει ήδη εξάλλου συμβεί με το Μουσείο της Ακρόπολης». 

Στόχος της μετατροπής είναι τα μουσεία αυτά, αξιοποιώντας τις τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης επιχειρήσεων, επικοινωνίας και marketing, να βελτιώσουν την αποδοτικότητά τους με υιοθέτηση νέων στρατηγικών και αυτενέργεια. Οι πόροι κάθε Μουσείου θα προέρχονται από το αντίτιμο του εισιτηρίου, τα έσοδα των αναψυκτηρίων και των εστιατορίων, από εκθέσεις, εκδηλώσεις, ξεναγήσεις, προβολή και εκμετάλλευση του οπτικοακουστικού τους υλικού, από διεθνή και ευρωπαϊκά προγράμματα, από δωρεές, χορηγίες, κληρονομιές, κληροδοσίες. Και φυσικά ένα στάνταρ έσοδο θα είναι και η επιχορήγηση από το υπουργείο.

Οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο απέστειλαν επιστολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη

Αντιδράσεις

Στα σχέδια του υπουργείου Πολιτισμού, τα οποία έχουν λάβει και την έγκριση του Μαξίμου, αντιδρούν οι αρχαιολόγοι. Μάλιστα, οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο απέστειλαν κι επιστολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη, εκφράζοντας τις αντιρρήσεις τους, καρφώνοντας την ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, ότι «δεν κληθήκαμε να εκφράσουμε την άποψή μας για τη βελτίωση της λειτουργίας ή της διοικητικής του δομής». Ανάλογη επιστολή απέστειλαν και οι εργαζόμενοι στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, οι οποίοι υποστηρίζουν πως «η προτεινόμενη αλλαγή δεν συνιστά ανεξαρτησία των μεγάλων-εθνικών μουσείων της χώρας, αλλά, αντιθέτως, υπονόμευση της μελλοντικής τους πορείας και υποταγή σε εξωυπηρεσιακούς παράγοντες και ιδιοτελή συμφέροντα».

Με την εκτίμηση αυτή συμφωνεί και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, που τονίζει πως «μέσα στην κρίση της πανδημίας, με τα κλειστά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, φάνηκε ξεκάθαρα ότι κανένα Μουσείο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς την στήριξη του δημοσίου. Το Μουσείο της Ακρόπολης (ΝΠΔΔ) εισπράττει παχυλές χρηματοδοτήσεις, το Μουσείο Μπενάκη (ΝΠΙΔ) καταφεύγει σε χορηγίες, πλειστηριασμούς και περίεργες συνεργασίες για να επιβιώσει, κι όλα αυτά παρά την επίσης μεγάλη κρατική χρηματοδότηση». Οι επτά δε σύλλογοι εργαζομένων στο υπουργείο ισχυρίζονται ότι «η προτεινόμενη αλλαγή  μετατρέπει τα Μουσεία σε κυβερνητικά υποχείρια».

Η δε πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, η Δέσποινα Κουτσούμπα (από τα προβεβλημένα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ), σε δηλώσεις της υποστήριξε ότι «το Λούβρο εδώ και δύο χρόνια έχει έλλειμμα εκατομμυρίων, το Μουσείο Μπενάκη δεν έχει χρήματα ούτε για να πληρώσει το προσωπικό του. Δυστυχώς οι στοχεύσεις είναι άλλες: ο διορισμός ΔΣ αρεστών από τον εκάστοτε υπουργό, που ταλανίζει εδώ και χρόνια τον σύγχρονο πολιτισμό, δεν πρέπει να επεκταθεί και στην πολιτιστική κληρονομιά».

Κι όπως καταλαβαίνει και ο πλέον αδαής, η αντιπαράθεση είναι μεταξύ δύο φιλοσοφιών για τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η μία είναι η φιλελεύθερη αντίληψη που θεωρεί ότι επιχειρηματικότητα και πολιτισμός δεν είναι ανταγωνιστικές έννοιες και αντιμετωπίζει και τα μουσεία ως χώρους που μπορούν να είναι πηγές σημαντικών εσόδων. Η άλλη είναι αυτή που επιμένει να θεωρεί ότι τα Μουσεία πρέπει να διατηρήσουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους με μεγαλύτερη προσήλωση στην αρχαιολογική έρευνα, συντήρηση και ανάδειξη.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα