Συστάσεις του ESM στην Ελλάδα, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

Μετά τα "συγχαρητήρια", ο ESM κάνει αναδρομή στα σκοτεινά χρόνια των Μνημονίων και αναλύει τις επόμενες κινήσεις της χώρας μας για να συνεχίσει να τραβά προς τα εμπρός

Με απλές λέξεις, αν και σε τεχνοκρατικό κείμενο, ο ESM δίνει απαντήσεις στο τι κερδίζει η Ελλάδα και οι πολίτες της από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και στο γιατί οφείλει να ενισχύσει αυτήν τη θέση, αν επιθυμεί το άλμα προς τα εμπρός.

Στον έντονο απόηχο της πρώτης αναβάθμισης από έναν από τους τρεις «μεγάλους» Οίκους Αξιολόγησης- που συνδυάστηκε μάλλον όχι τυχαία από το deal της Alpha με την Unicredit- κι εν αναμονή της αξιολόγησης από τη Fitch την 1η Δεκεμβρίου, που πολλοί στοιχηματίζουν ότι θα δώσει την επενδυτική βαθμίδα, ο ESM κάνει μια αναδρομή στα σκοτεινά χρόνια των Μνημονίων αλλά στο πώς η Ελλάδα κατάφερε να φτάσει ως εδώ, με ένα συνδυασμό χρηματοδοτικών «πακέτων» και δύσκολων μεταρρυθμίσεων.

«Η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα είναι ένα σημαντικό βήμα που αναγνωρίζει τη συνετή δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας και τις προσπάθειές της να εκσυγχρονίσει τη χώρα μέσω της εφαρμογής μιας αποφασιστικής και απαιτητικής δέσμης μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δρομολογήθηκαν με την εισαγωγή των προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης EFSF/ESM και το πεδίο εφαρμογής τους κάλυψε, μεταξύ άλλων, τη δημόσια διοίκηση, το δικαστικό σύστημα, καθώς και την αναδιάρθρωση του τραπεζικού της τομέα και τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», σημειώνει ο ESM, επισημαίνοντας ότι τα τελευταία χρόνια, οι δημοσιονομικές και οικονομικές επιδόσεις της χώρας ξεπέρασαν τις προσδοκίες, ξεπερνώντας τις περισσότερες από τις αντίστοιχες της ζώνης του ευρώ.

Όσο για τη βασική πρόκληση, το Χρέος, ο ESM δίνει εμμέσως πλην σαφώς απαντήσεις σε όσους αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του: «Ο ΕΜΣ στήριξε την Ελλάδα στην πορεία χρηματοδοτώντας την με κόστος χρηματοδότησης ΑΑΑ – το υψηλότερο διαθέσιμο επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας -, σημαντικά χαμηλότερο από το επιτόκιο της αγοράς για τα 10ετή ελληνικά ομόλογα, το οποίο κορυφώθηκε στο 30% στο αποκορύφωμα της κρίσης.

Αυτή η χρηματοδοτική σανίδα σωτηρίας έδωσε χρόνο στη χώρα να κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές και να θέσει τα θεμέλια για μελλοντική ανάπτυξη. Ο ΕΜΣ εξασφάλισε χαμηλά και αντισταθμισμένα επιτόκια για τις επόμενες δεκαετίες χάρη στην ευνοϊκή δομή του χρέους που παρείχε ο ΕΜΣ, με την πρώτη δόση να αποπληρώνεται μόλις το 2034 και τελική λήξη έως το 2060».

Το μόνο σίγουρο είναι ότι με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας η μάχη δεν τελειώνει. Κι όπως προκύπτει από το κείμενο του ESM, ειδικά οι εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα μπαίνουν στο μικροσκόπιο.

«Η ανάκτηση της επενδυτικής διαβάθμισης είναι μόνο το πρώτο βήμα. Για να ενισχύσει και να διατηρήσει αυτό το καθεστώς, η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει τον εκσυγχρονισμό της χώρας και να διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική της δυναμική, όπως υποδηλώνει η ατζέντα της νέας κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, θα ήταν σημαντικό να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν δρομολογηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί πλήρως στο πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας της ΕΕ και του ΣΔΠ. Πάρτε, για παράδειγμα, τις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα και τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας.

Η Ελλάδα, μέσω του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 2010 με σκοπό να συμβάλει στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, συνέβαλε στην ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης και της διαχείρισης κινδύνων των εγχώριων τραπεζών της. Η χώρα έχει αρχίσει να επιστρέφει τις τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν στον απόηχο της κρίσης χρέους. Οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να συνεχιστούν, εστιάζοντας στην προσέλκυση ισχυρών στρατηγικών μετόχων».

Υψηλές είναι οι απαιτήσεις κι από τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας

«Μέσω της Ελληνικής Εταιρείας Περιουσίας και Συμμετοχών, ενός δημόσιου φορέα που εισήχθη κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ΕΜΣ, η Ελλάδα έχει επίσης επιδιώξει να εκσυγχρονίσει ορισμένες κρατικές επιχειρήσεις μέσω αποτελεσματικής διαχείρισης, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την παρέμβαση στην εταιρική τους διακυβέρνηση. Ορισμένες από αυτές τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν τώρα κέρδη για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Οι καλύτερα διαχειριζόμενες κρατικές επιχειρήσεις επηρεάζουν θετικά την ανάπτυξη και μπορούν να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στους πολίτες και τις επιχειρήσεις», αναφέρει ο ESM, επισημαίνοντας ότι η ολοκλήρωση όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία ενός σύγχρονου περιβάλλοντος ώστε η Ελλάδα να διατηρήσει το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας και να προσελκύσει ξένους και στρατηγικούς μακροπρόθεσμους επενδυτές.

Και τι σημαίνει πρακτικά η επιστροφή σε επενδυτική βαθμίδα; Ποιοι ωφελούνται από αυτήν την εξέλιξη; Η ανάλυση του ESM αποστομώνει όσους υποστηρίζουν ότι αυτά δεν αφορούν στην κοινωνία, καθώς ισχύει το ακριβώς αντίθετο.

«Οι πρόσφατες αναβαθμίσεις της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα χαιρετίστηκαν από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Κανονικοποιούν τη χρήση των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και, το σημαντικότερο, μειώνουν το κόστος των πιστώσεων, ωφελώντας τους πολίτες της χώρας, κάτι που είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο σε μια περίοδο πληθωρισμού με υψηλότερα επιτόκια.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές κάνουν μια σημαντική διάκριση μεταξύ εκδοτών ομολόγων χαμηλού και υψηλού κινδύνου: όσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος, τόσο περισσότερο εμπιστεύονται οι επενδυτές τους εν λόγω εκδότες. Όσο υψηλότερη είναι η αξιολόγηση, τόσο πιο μακριά στην περιοχή της επενδυτικής βαθμίδας, και τόσο πιο εύκολο και φθηνότερο είναι για την Ελλάδα να δανείζεται από τις αγορές. Εάν η Ελλάδα μπορεί να δανείζεται φθηνότερα, το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Η κρατική αξιολόγηση και το κόστος χρηματοδότησης χρησιμεύουν συχνά ως σημείο αναφοράς για την ιδιωτική χρηματοδότηση που αντλούν οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις της χώρας. Στην πραγματικότητα, οι κρατικές αξιολογήσεις θεωρούνται συχνά ως ανώτατο όριο για τις εθνικές τράπεζες και τις επιχειρήσεις.

Έτσι, η αναβάθμιση θα επιτρέψει και στον ιδιωτικό τομέα να επωφεληθεί από το μειωμένο και λιγότερο ευμετάβλητο κόστος χρηματοδότησης. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν πιο κερδοφόρες, ανθεκτικές και σταθερές. Το μειωμένο κόστος χρηματοδότησης για τις τράπεζες μπορεί να μεταφραστεί για τα νοικοκυριά σε χαμηλότερες πληρωμές τόκων, μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και μειωμένο κόστος πρόσβασης σε πιστώσεις.

Η αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα αυξάνει επίσης τη δεξαμενή των δυνητικών επενδυτών που μπορούν να αγοράσουν τα ομόλογα της Ελλάδας. Η υψηλότερη αξιολόγηση μπορεί να ξεκλειδώσει μια ευρύτερη βάση επενδυτών από την οποία η χώρα ήταν αποκλεισμένη για 13 χρόνια. Για παράδειγμα, πολλά από τα μεγαλύτερα διεθνή συνταξιοδοτικά και επενδυτικά ταμεία του κόσμου δεν μπορούν να αγοράσουν τίποτα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Αυτό το νέο καθεστώς επιτρέπει επίσης την ένταξη της χώρας σε περισσότερους δείκτες της παγκόσμιας αγοράς, γεγονός που ενισχύει την πρόσβαση της Ελλάδας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Πολλοί μεγάλοι διεθνείς επενδυτές δημιουργούν τα χαρτοφυλάκια κρατικών ομολόγων τους με αναφορά σε διεθνείς δείκτες: η συμμετοχή σε αυτούς μπορεί να ενισχύσει τη ζήτηση για ελληνικά κρατικά ομόλογα.

Ως χώρα με επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα μπορεί πλέον να προσελκύσει περισσότερα ξένα κεφάλαια με θετικό αντίκτυπο στην οικονομία και την αναπτυξιακή της ικανότητα.

Μια άλλη επίπτωση του καθεστώτος επενδυτικής βαθμίδας είναι ότι επιτρέπει στην ΕΚΤ να αντιμετωπίζει την Ελλάδα όπως όλες τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ στις πράξεις αναχρηματοδότησης και νομισματικής πολιτικής της. Η ΕΚΤ δέχεται ως ενέχυρο τα ομόλογα που αξιολογούνται με επενδυτική βαθμίδα από έναν από τους τέσσερις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης. Η ΕΚΤ χορήγησε διατάξεις εξαίρεσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα αφού η χώρα έχασε το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας. Χάρη στην αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στις εν λόγω πράξεις ομαλοποιείται και δεν υπόκειται πλέον στην απόφαση εξαίρεσης της ΕΚΤ.

«Η αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα είναι ένα μεγάλο επίτευγμα και αλλάζει τα δεδομένα, αλλά απαιτεί συνεχείς προσπάθειες για να διατηρηθεί και να βελτιωθεί περαιτέρω. Η Ελλάδα πρέπει τώρα να οικοδομήσει ένα ιστορικό και να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών ότι είναι μια ισχυρή και σταθερή χώρα επενδυτικής βαθμίδας. Μόνο έτσι μπορεί η Ελλάδα να μεγιστοποιήσει τα οφέλη και να τα εξασφαλίσει για τους πολίτες της μακροπρόθεσμα. Έτσι, η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει τη μεταρρυθμιστική δυναμική, να διατηρήσει τη συνετή δημοσιονομική της θέση και να συνεχίσει την πορεία εκσυγχρονισμού της».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα