Συζήτηση για την τραγωδία (με το βλέμμα στις ευρωεκλογες)

Ποτέ δεν έχει πέσει κυβέρνηση λόγω των προτάσεων δυσπιστίας στην μεταπολίτευση, τουναντίον μετατρέπεται σε συσπείρωση

Η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση είναι ένα θεσμικό όπλο στα χέρια της αντιπολίτευσης προκειμένου να ρίξει την κυβέρνηση, αλλά πάντα χρησιμοποιείται περισσότερο για μία εφ’ όλης της ύλης συζήτηση στην Βουλή.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ουδέποτε έχει πέσει μία κυβέρνηση από πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης. Συνήθως οι κυβερνήσεις κατάφερναν να συσπειρώνουν τα στελέχη τους, όμως οι πληγές δεν επουλώνονται και τις βρίσκουν μπροστά τους. Όμως οι συζητήσεις για τις προτάσεις δυσπιστίας είναι η αρχή του ξηλώματος του πουλόβερ.

Κι όπως έγραψε και ο γνωστός επικοινωνιολόγος- πολιτικός επιστήμονας Λευτέρης Κουσουλής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «όταν πληγωθεί με δική σου ευθύνη η ηθικοπολιτική σου οντότητα δύσκολα το τραύμα αυτό θα θεραπευθεί. Ούτε η κάλπη είναι λύση και κάθαρση. Πάνω από τα προσωρινά πρόσωπα της εξουσίας υπάρχει μια κοινωνία στην διαδρομή της με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες της. Η Δικαιοσύνη πρώτα». Με αυτό τον τρόπο ο κ. Κουσουλής άσκησε κριτική στην κυβέρνηση στην υπόθεση των Τεμπών, όμως σε όλες τις περιπτώσεις που οι κυβερνήσεις βρίσκονται απέναντι με μία πρόταση δυσπιστίας επί της ουσίας ισχύουν τα όσα έγραψε ο επικοινωνιολόγος. Αξίζει να σημειωθεί ότι καμία εκ των προτάσεων που έχουν κατατεθεί μέχρι σήμερα δεν κατέληξε σε απώλεια εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση, ορισμένες ωστόσο, δρομολόγησαν ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις.

Ιστορικά έχουν κατατεθεί προτάσεις δυσπιστίας για τα εθνικά θέματα και ειδικά για το Μακεδονικό. Φυσικά έχουν κατατεθεί προτάσεις δυσπιστίας και για οικονομικά σκάνδαλα, τα οποία απασχόλησαν επί πολύ καιρό την κοινή γνώμη.

Βέβαια ουκ ολίγες φορές οι κυβερνήσεις τις προτάσεις δυσπιστίας τις μετέτρεπαν σε ψήφο εμπιστοσύνης. Κάτι που δεν έκανε αυτή την φορά η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Έτσι ησυχάζει μία και καλή για το επόμενο εξάμηνο, καθώς δεν έχει δικαίωμα η αντιπολίτευση να καταθέσει κι άλλη πρόταση δυσπιστίας εάν δεν περάσει το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα όπως ορίζεται στο Σύνταγμα.

Η αρχή το 1988

Η πρώτη πρόταση δυσπιστίας κατατέθηκε από τη Νέα Δημοκρατία στις 4 Ιουνίου του 1988. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την είχε καταθέσει για θέματα εξωτερικής πολιτικής και οικονομίας της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. Επί τρεις ημέρες οι δύο αντίπαλοι κονταροχτυπήθηκαν έχοντας σκληρή αντιπαράθεση. Σε αυτή τη συζήτηση ειπώθηκε το περίφημο «mea culpa» από τον Ανδρέα Παπανδρέου, όταν παραδέχθηκε πως ήταν λάθος η αναγνώριση εκ μέρους του της ύπαρξης και άλλων ελληνοτουρκικών διαφορών πλην της υφαλοκρηπίδας. Αυτό είχε συμβεί τον Ιανουάριο του 1988 στο Νταβός, ενώ την φράση την είπε στις 6 Ιουνίου του 1988. Η πρόταση απορρίφθηκε με 157 κατά, έναντι 123 υπέρ. Είκοσι βουλευτές (12 του ΚΚΕ, ο Λεωνίδας Κύρκος της Ενωμένης Αριστεράς και άλλοι τέσσερις από το ΠΑΣΟΚ και τρεις από τη Νέα Δημοκρατία δεν πήραν θέση με την ψήφο τους). Η αναγνώριση του λάθους του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η αρχή του τέλους για την τότε κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, καθώς ήδη είχαν ξεκινήσει να απομακρύνονται στελέχη και ψηφοφόροι από την ευρύτερη κεντροαριστερά, διαφωνώντας με το κομματικό κράτος. Σε λιγότερο από τρεις μήνες ο Ανδρέας Παπανδρέου νοσηλεύτηκε στο Χέρφιλντ και με την επιστροφή του από το Λονδίνο γνωστοποίησε τον δεσμό του με την Δήμητρα Λιάνη.

Το 1989 ήταν χρονιά εκλογών και ήδη στην κοινή γνώμη υπήρχε η πεποίθηση, ότι η Νέα Δημοκρατία και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα ήταν ο νικητής των επερχόμενων εκλογών. Για να… δέσει το γλυκό και να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη πίεση ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας κατέθεσε εκ νέου πρόταση δυσπιστίας τον Μάρτιο του 1989, δηλαδή τρεις μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές (διεξήχθησαν στις 18 Ιουνίου). Η πρόταση δυσπιστίας κατατέθηκε για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου βγήκε λάδι, καθώς υπέρ της πρότασης ψήφισαν 123 βουλευτές, κατά 155. Απείχαν19 βουλευτές, ενώ ένας δήλωσε «παρών». Μεταξύ των απόντων ήταν και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης, Ρούλα Κακλαμανάκη και Αντώνης Τρίτσης, οι οποίοι και διαγράφηκαν. Ο Παπανδρέου λίγους μήνες αργότερα παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά.

Η απάντηση Ανδρέα

Το 1993 ήταν η χρονιά της πτώσης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο Παπανδρέου είχε αθωωθεί από το Ειδικό Δικαστήριο, ενώ το 1992 το ΠΑΣΟΚ είχε τσεκάρει τις δυνάμεις του στην Β’ Αθήνας, όταν προκάλεσε επαναληπτικές εκλογές, μετά την τιμωρία του Τσοβόλα. Χάρη σε ένα τρικ του Λαλιώτη επέβαλε εκλογές στην συγκεκριμένη περιφέρεια όπου δεν μετείχαν τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα. Έτσι το ΠΑΣΟΚ τις κέρδισε 397.000 ψήφους, ενώ στις εκλογές του 1990 στην ίδια περιφέρεια είχε πάρει 100.000 λιγότερους ψήφους. Όλοι έβλεπαν ότι το ΠΑΣΟΚ ξανάρχεται κι έτσι ο Ανδρέας Παπανδρέου επεδίωξε ένα νέο πλήγμα στον μεγάλο αντίπαλο του με τη κατάθεση πρότασης δυσπιστίας για το Σκοπιανό. Η πρόταση κατατέθηκε στις 27 Μαρτίου του 1993 με τον Κων. Μητσοτάκη να βγαίνει αλώβητος από την κοινοβουλευτική δοκιμασία με 145 ψήφους «υπέρ» και 152 «κατά», ενώ δύο βουλευτές δήλωσαν «παρών». Για το ίδιο θέμα η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπεσε λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1993.

Πρόταση γκάφα

Με τον Ανδρέα Παπανδρέου να δίνει μάχη ζωής στο Ωνάσειο, ο αείμνηστος Μιλτιάδης Έβερτ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας με το επιχείρημα της ακυβερνησίας της χώρας, λόγω της παρατεταμένης νοσηλείας του τότε πρωθυπουργού. Η πρόταση απορρίφθηκε με 118 ψήφους «υπέρ» και 168 «κατά», ενώ καταμετρήθηκαν και 10 λευκές ψήφοι από το ΚΚΕ. Στην κοινή γνώμη η πρόταση Έβερτ θεωρήθηκε ως γκάφα, καθώς δεν έπρεπε να κατατεθεί για ανθρωπιστικούς λόγους. Πάντως για να πούμε και του στραβού το δίκιο η πρόταση δυσπιστίας του Μιλτιάδη Έβερτ λειτούργησε ως ένα επιπλέον μέσο πίεσης προς τον Ανδρέα Παπανδρέου και τους οικείους του, ώστε να τον πείσουν να παραιτηθεί, όπως κι έγινε λίγες ημέρες αργότερα, που οδήγησε στην εκλογή του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού.

«Κάτσε καλά Γεράσιμε»

Ο αείμνηστος Γεράσιμος Αρσένης έγινε ο πρώτος υπουργός κατά του οποίου κατατέθηκε πρόταση δυσπιστίας. Αυτό έγινε όταν ήταν υπουργός Παιδείας στις 14 Ιανουαρίου του 1999. Την κατέθεσε ο Κώστας Καραμανλής σε μία περίοδο, όπου η Παιδεία συνταρασσόταν από απεργίες και κινητοποιήσεις Παιδείας με αφορμή την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η πρόταση απορρίφθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία. «Υπέρ» ψήφισαν 127 βουλευτές (Ν.Δ., ΚΚΕ, ΣΥΝ και ανεξάρτητοι) και «κατά» 163. Εκτός των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ κατά της πρότασης ψήφισαν ο Στέφανος Μάνος και ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος. Ο τελευταίος στις εκλογές που ακολούθησαν τον Απρίλιο του 2000 ήταν υποψήφιος με το ΠΑΣΟΚ, όπου εκλέχθηκε στην Β’ Αθήνας, ενώ το 2003 ανέλαβε υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη. Να θυμίσουμε ότι από τις κινητοποιήσεις στην Παιδεία έμεινε στην ιστορία το σύνθημα «κάτσε καλά Γεράσιμε», το οποίο ο αείμνηστος το χρησιμοποίησε μέχρι το θάνατο του (19 Απριλίου 2016) πολλές φορές με σκωπτικό τρόπο. Επίσης να τονιστεί ότι λίγους μήνες αργότερα η Ν.Δ. κέρδισε τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 1999.

Δύο χρόνια αργότερα η Νέα Δημοκρατία κατέθεσε άλλη μία πρόταση δυσπιστίας κατά υπουργού της κυβέρνησης Σημίτη. Αυτή τη φορά στις 30 Ιανουαρίου του 2001 κατά του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, Γιάννου Παπαντωνίου, σχετικά με την πορεία του χρηματιστηρίου. «Υπέρ» ψήφισαν οι 125 βουλευτές της Ν.Δ. και του ΣΥΝ και «κατά» οι 154 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. «Παρών» δήλωσε το ΚΚΕ και ο τότε βουλευτής της Ν.Δ. Γιώργος Καρατζαφέρης. Λίγους μήνες αργότερα ο Γιάννος Παπαντωνίου ανασχηματίστηκε αφήνοντας το υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

Οι προτάσεις του ΓΑΠ

O Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, κατέθεσε αιφνιδιαστικά στη Βουλή πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομίας, Γιώργου Αλογοσκούφη, για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής απάντησε αμέσως, ζητώντας την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνησή του και την έλαβε στις 12 Ιουνίου με 165 ψήφους «υπέρ» και 120 «κατά» (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ). Από την ψηφοφορία απείχαν οι βουλευτές του ΚΚΕ.

Στις 2 Φεβρουαρίου του 2007 το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου κατέθεσε εκ νέου πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Καραμανλή, με αφορμή το άρθρο 16 του Συντάγματος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Η πρόταση απορρίφθηκε με ψήφους 122 «υπέρ» και 164 «κατά», σε σύνολο 286 ψηφισάντων. «Κατά» της πρότασης ψήφισαν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, καθώς και οι ανεξάρτητοι βουλευτές, Στέλιος Παπαθεμελής και Πέτρος Μαντούβαλος. «Υπέρ» της πρότασης ψήφισαν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι ανεξάρτητοι βουλευτές Γιάννος Παπαντωνίου και Στέφανος Μάνος και οι 6 βουλευτές του Συνασπισμού, ενώ οι βουλευτές του ΚΚΕ απείχαν της ψηφοφορίας.

Η 3η πρόταση μομφής του Γιώργου Παπανδρέου κατατέθηκε στις 26 Μαρτίου του 2008 με αφορμή το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζητείτο στην Βουλή. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου άσκησε κριτική στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής, με αιχμή την «υπονόμευση του βασικού δικαιώματος σε αξιοπρεπείς συντάξεις». Το αποτέλεσμα της ονομαστικής ψηφοφορίας που διενεργήθηκε τα μεσάνυχτα της 28ης Μαρτίου ήταν: 138 «ναι», 152 «όχι» και 10 «παρών» από τους βουλευτές του ΛΑΟΣ. Όλοι όμως μετά το τέλος της συζήτησης έβλεπαν ότι το «κυβερνητικό πουλόβερ» του Κώστα Καραμανλή ήδη είχε ξεκινήσει να ξηλώνεται.

Κατά Σαμαρά για την ΕΡΤ

Με αφορμή την ΕΡΤ στις 7 Νοεμβρίου του 2013 ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της δικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά «για τις διαρκείς παραβιάσεις της δημοκρατικής νομιμότητας και τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική κοινωνία εξαιτίας της βάρβαρης οικονομικής πολιτικής». H πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ απορρίφθηκε με 124 ψήφους «υπέρ» (ΣΥΡΙΖΑ, Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, ΚΚΕ) και 153 «κατά» (Ν.Δ, ΠΑΣΟΚ), ενώ 17 βουλευτές δήλωσαν «παρών» (ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητοι). Η βουλευτής Πέλλας του ΠΑΣΟΚ Θεοδώρα Τζάκρη υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και διαγράφηκε από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Εν συνεχεία μεταγράφηκε στον ΣΥΡΙΖΑ.

Λίγους μήνες αργότερα και πριν από τις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ υπέβαλλε πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομίας, Ιωάννη Στουρνάρα, κατά τη συζήτηση του πολυνομοσχεδίου για το κοινωνικό μέρισμα και τη λεγόμενη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ. Η πρόταση δυσπιστίας απορρίπτεται ως αντισυνταγματική από τον πρόεδρο της Βουλής, Ευάγγελο Μεϊμαράκη, με αποτέλεσμα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση μομφής εναντίον του, η οποία απορρίπτεται τελικά με ψήφους 165 έναντι 76 από την Ολομέλεια της Βουλής. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ηττήθηκε στην Βουλή, όμως στην κοινωνία κέρδισε πόντους, κάτι που το είδαμε στις ευρωεκλογές δύο μήνες αργότερα, όπου ήταν ο νικητής, ενώ στις Περιφερειακές και Δημοτικές που διεξήχθησαν την ίδια ημερομηνία κέρδισε με την Ρένα Δούρου την Περιφέρεια Αττικής.

Μητσοτάκης κατά Τσίπρα

Πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Τσίπρα κατέθεσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τις εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, τον Ιούνιο του 2018. Η πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ απορρίφθηκε με 153 «όχι» της κυβερνητικής πλειοψηφίας και 127 «ναι» της αντιπολίτευσης επί 280 παρόντων βουλευτών. Το ΚΚΕ απείχε από την συζήτηση και την ψηφοφορία. Διαγράφηκε ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Δημήτρης Καμμένος, ο οποίος υπερψήφισε την πρόταση δυσπιστίας. Το συγκεκριμένο ζήτημα προκάλεσε ρήγμα στο νεοσύστατο Κίνημα Αλλαγής, καθώς λίγους μήνες αργότερα το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη αποχώρησε από το εγχείρημα που ξεκίνησε με ψηφοφορία που συμμετείχαν περισσότεροι από 200.000 πολίτες το Νοέμβριο του 2017.

Η δεύτερη πρόταση δυσπιστίας κατατέθηκε από τη Νέα Δημοκρατία τον Απρίλιο του 2019 κατά του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, με αφορμή τις αναρτήσεις του στο facebook κατά του υποψήφιου ευρωβουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Στέλιου Κιμπουρόπουλου. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης καταθέτοντας την πρόταση δυσπιστίας χαρακτήρισε τις αναρτήσεις Πολάκη «χυδαία επίθεση ενός υπουργού της κυβέρνησης κατά ενός αγωνιστή της ζωής». Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μετέτρεψε την πρόταση δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνησή του και την κέρδισε με ψήφους 153 έναντι 136. Όμως όλοι μετά το τέλος αυτής της συζήτησης ήταν βέβαιοι, ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έπνεε τα λοίσθια. Κάτι που επιβεβαιώθηκε στις ευρωεκλογές του Μαΐου και στις Εθνικές του Ιουλίου.

Η απάντηση ΣΥΡΙΖΑ

Την τετραετία 2019-2023 ο ΣΥΡΙΖΑ υπό την προεδρία του Αλέξη Τσίπρα κατέθεσε τρεις προτάσεις δυσπιστίας. Η πρώτη τον Οκτώβριο του 2020 κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον πτωχευτικό κώδικα. Η 2η κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 2022 για την διαχείριση της κακοκαιρίας «Ελπίς» και της πανδημίας Covid-19, καθώς και για το κύμα ακρίβειας στην αγορά. Τέλος η 3η πρόταση δυσπιστίας κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 2023 για την υπόθεση των παρακολουθήσεων.

Να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά στην μεταπολίτευση στην Βουλή συζητήθηκε πρόταση δυσπιστίας από το 3ο κόμμα και όχι από την αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλά στη ζωή, όπως είναι γνωστό για τα πάντα υπάρχει η πρώτη φορά.

 

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα