Ο «πόλεμος του ποδοσφαίρου»

Το εισιτήριο για το Μουντιάλ στο μπαράζ Ονδούρας-Ελ Σαλβαδόρ προκάλεσε πόλεμο με 6.000 νεκρούς το 1969. Τα οικονομικοπολικοκοινωνικά αίτια υπήρχαν, αλλά ο αγώνας που έγινε στο Μεξικό ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά της σύρραξης

Του Νίκου Συνοδινού

Το Παγκόσμιο  κύπελλο του Κατάρ βρίσκεται στο φόρτε του, με πολλούς αγώνες να μένουν αξέχαστοι για την εναλλαγή του σκορ, τα πολλά γκολ, τις εκπλήξεις που έφεραν και τις εντυπώσεις που προκάλεσαν. Το ποδόσφαιρο και δη στην κορυφαία του διοργάνωση, συγκινεί τα πλήθη και προκαλεί πλήθος συναισθημάτων. Ολόκληρες χώρες ζουν και αναπνέουν στο ρυθμό του.

Στο παρελθόν πολλά ματς έχουν αποτελέσει σημεία αναφοράς. Τα περισσότερα αποκλειστικά για αθλητικούς λόγους. Υπήρξαν όμως και αγώνες που έμειναν στην ιστορία για άλλους λόγους. Ένας όμως αποτέλεσε αιτία πολέμου και οδήγησε σε πολεμική σύρραξη ανάμεσα στην Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ, δύο κράτη τα οποία βρίσκονταν υπό δικτατορικό καθεστώς.

Τα μεταναστευτικά ρεύματα από το, πυκνοκατοικημένο, Ελ Σαλβαδόρ, των 3 εκατομμυρίων κατοίκων, προς την Ονδούρα, η έκταση της οποίας είναι λίγο μικρότερη από αυτή της Ελλάδας, ήταν αρκετά συχνά και μεγάλης κλίμακας, από τις αρχές ακόμα του 20ου αιώνα. Την δεκαετία του ’60 οι μετανάστες από το Ελ Σαλβαδόρ που κατοικούσαν και προόδευαν στην γειτονική χώρα έφθαναν τους 350 χιλιάδες, αποτελώντας το 15% του πληθυσμού της Ονδούρας. Οι εκτάσεις που κατείχαν στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών ήταν μεγάλες, με την αμερικανική εταιρεία United Fruit (παραγωγό των μπανανών «Τσικίτα») και μερικές οικογένειες μεγαλογαιοκτημόνων να κατέχουν το υπολειπόμενο σύνολο αυτών.

Τότε ήταν που ο δικτάτορας της Ονδούρας, Οσβάλντο Λόπες Αρεγιάνο επιχείρησε αναδασμό της γης, αφού όμως δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τους μεγαλογαιοκτήμονες και τις αμερικανικές εταιρείες, επικεντρώθηκε στην ακίνητη περιουσία των μεταναστών από το Σαλβαδόρ, δημεύοντας και μοιράζοντάς την στους ντόπιους ακτήμονες. Οι μετανάστες, έχοντας χάσει πλέον τις περιουσίες τους, ωθούνταν στην επιστροφή στην πατρίδα, με πολλούς από αυτούς να κάνουν λόγο για βιασμούς, δολοφονίες και βασανιστήρια. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που χρησιμοποιούν τον όρο γενοκτονία!

Εκατοντάδες Σαλβαδορανοί εγκατέλειψαν τις Ονδούρες προσπαθώντας να γυρίσουν στην χώρα τους, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να εμποδίσει την μαζική επιστροφή…

Το κλίμα μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών, είχε πλέον για τα καλά φορτιστεί. Αποκορύφωμα ήταν οι μεταξύ τους διαμάχες για τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα, διαμάχες οι οποίες περιλάμβαναν την κυριαρχία στον κόλπο Φοσένκα, στις ακτές του Ειρηνικού, ο οποίος βρέχει τις δύο χώρες και την Νικαράγουα. Ο τότε πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ, Φιντέλ Σάντσες Ερνάντεζ και η κυβέρνησή του δεν κατόρθωσαν να διαχειριστούν την επιστροφή του τεράστιου όγκου μεταναστών που επέστρεφε στη χώρα με τον λαό να ζητά εκδίκηση από την Ονδούρα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής να δυναμιτίζουν το κλίμα.

Για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, το οποίο επρόκειτο να διεξαχθεί στο Μεξικό, ορίστηκε η Εθνική ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ με την αντίστοιχη της Ονδούρας «να διασταυρώσουν τα ξίφη τους», για μία θέση στην μεγαλύτερη διοργάνωση του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Ο πρώτος αγώνας έγινε στην πρωτεύουσα της Ονδούρας, την Τεγουσιγάλπα στις 8 Ιουνίου 1969, με τους γηπεδούχους να παίρνουν την νίκη 1-0, τους φιλάθλους, πέριξ του αγωνιστικού χώρου, να συγκρούονται σφοδρά και τους Σαλβαδοριανούς να καταστρέφουν σημεία της πόλης!

Στη ρεβάνς του Σαν Σαλβαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ επικράτησε με σκορ 3-0, ενώ πάλι σημειώθηκαν επεισόδια αυτή τη φορά μεγαλύτερης έντασης και κλίμακας. Από τη στιγμή που οι νίκες μοιράστηκαν, οι τότε κανονισμοί προέβλεπαν την διεξαγωγή μπαράζ για να ανάδειξη της ομάδας που θα έπαιρνε την πρόκριση. Έτσι κι έγινε!

Το ημερολόγιο έγραφε 27 Ιουνίου, όταν η Πόλη του Μεξικού φιλοξενούσε το μεγάλο παιχνίδι το οποίο -πλέον- είχε πολιτικές, εθνικές και πατριωτικές προεκτάσεις. Νικήτρια και κάτοχος του «χρυσού» εισιτηρίου για το Μουντιάλ του ’70, αναδείχθηκε η ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ, με 3-2 στην παράταση.

Σύμφωνα με το αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων UPI στο γήπεδο και στον περιβάλλοντα χώρο αυτού, καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού βρίσκονταν 1.700 μεξικάνοι αστυνομικοί οι οποίοι απέτρεψαν περιστατικά βίας με τους οπαδούς που είχαν ταξιδέψει από το Ελ Σαλβαδόρ να φωνάζουν από τις κερκίδες: «Δολοφόνοι! Δολοφόνοι».

Έπειτα από το καθοριστικό παιχνίδι, το ίδιο βράδυ, οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τον δύο κρατών διακόπηκαν! Έτσι, δεν άργησαν να ξεκινήσουν και οι βομβαρδισμοί, με τις αεροπορικές δυνάμεις στις 14 Ιουλίου να εισβάλουν και να βομβαρδίζουν την Ονδούρα.

Από την άλλη πλευρά η Ονδούρα βομβάρδισε μέσω της αεροπορίας της τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της γειτονικής χώρας, δεν κατόρθωσε όμως να προχωρήσει σε ενέργειες από εδάφους καθώς ο στρατός ξηράς υπήρχε μόνο στα «χαρτιά», αφού οι υπεύθυνοι για την οργάνωσή του υφάρπαξαν τα χρήματα που τους παρασχέθηκαν για τη στελέχωση του.

Με το πέρας 4 ημερών και ενώ η κατάσταση είχε φθάσει σε ένα τέλμα, με τις δυνάμεις του Ελ Σαλβαδόρ να κυριαρχούν στο έδαφος και αυτές των Ονδουριανών στον αέρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να επέμβουν επιδιώκοντας την επίτευξη εκεχειρίας, χρησιμοποιώντας ως δίαυλο τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (“OAS”). Το ίδιο κιόλας βράδυ συμφωνήθηκε κατάπαυση του πυρός, ενώ 2 ημέρες μετά η εκεχειρία τέθηκε ισχύ με τα Σαλβαδοριανά στρατεύματα να αποχωρούν από τα Ονδουριανά εδάφη έπειτα από 2 εβδομάδες.

Ο αγώνας μπαράζ της 27ης Ιουνίου 1969, αποτέλεσε την πρώτη σπίθα μιας μεγάλης «πυρκαγιάς», η οποία άφησε πίσω της 6.000 νεκρούς, 12.000 τραυματίες και 50.000 άστεγους!

Ο πόλεμος μεταξύ Ελ Σαλβαδόρ και Ονδούρας έχει μείνει στην ιστορία ως «ο πόλεμος του ποδοσφαίρου».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα