Η (συνηθισμένη) μεγάλη πρόκληση του 2024

H διατήρηση της ανθεκτικότητας της εγχώριας Οικονομίας, η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της, με την αντίστοιχη αύξηση των επενδύσεων αποτελούν τομείς που κατά προτεραιότητα θα πρέπει να «δουλευτούν» από το οικονομικό επιτελείο

Πάνε δεκαπέντε χρόνια τώρα που το «έμπα» του κάθε καινούργιου χρόνου συνοδεύεται από μία ανασφάλεια για την οικονομική ασφάλεια της χώρας και κατ’ επέκταση των νοικοκυριών.

Το κακό «ποδαρικό» είχε γίνει το 2010 όπου η παγκόσμια οικονομική κρίση βρήκε σε κακά χάλια την ελληνική οικονομία και την οδήγησε στη δημοσιονομική μέγγενη. Έκτοτε, πάντα υπήρχε ένας σοβαρός λόγος που δίπλα στο «Καλή Χρονιά» έβαζε ένα ερωτηματικό αμφισβήτησης. Τη μία ήταν τα απανωτά μνημόνια, όταν βγήκαμε από αυτά ενέσκηψε η πανδημία το κορωνοϊού, για να ακολουθήσουν η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.

Δυστυχώς ο ερχομός του 2024 του οποίου τα πρώτα εικοσιτετράωρα διανύουμε δεν αποτελεί εξαίρεση και εγγράφεται στη λίστα των ετών που ξεκινούν την… καριέρα τους σε καθεστώς αβεβαιότητας για όσα έπονται. Η αλήθεια είναι, βεβαίως, ότι η Ελλάδα δεν έχει πλέον καμία σχέση με τον παλιό κακό εαυτό της και έχει πάψει να αποτελεί το «μαύρο πρόβατο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο η διασύνδεση που έχουν οι εθνικές οικονομίες στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, αλλά και κάποιες από τις στρεβλώσεις που συνεχίζει να παρουσιάζει η δική μας οικονομία, καθιστούν άξιες προσοχής και εγρήγορσης τις προκλήσεις με τις οποίες θα αντιπαρατεθεί η κυβέρνηση στο προσεχές δωδεκάμηνο.

Για παράδειγμα η διατήρηση της ανθεκτικότητας της εγχώριας Οικονομίας, η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της, με την αντίστοιχη αύξηση των επενδύσεων αποτελούν τομείς που κατά προτεραιότητα θα πρέπει να «δουλευτούν» από το οικονομικό επιτελείο. Επίσης, η ενίσχυση της εξωστρέφειας που με τη σειρά της θα «αυγατίσει» τις ελληνικές εξαγωγές, καθώς και η αξιοποίηση με αποτελεσματικότερο τρόπο της Δημόσιας Περιουσίας είναι οι έτεροι κρίσιμοι φάκελοι που εφόσον διεκπεραιωθούν με βάση τους σχεδιασμούς θα φέρουν έσοδα στα δημόσια ταμεία και θα διατηρήσουν ζεστούς τους ρυθμούς ανάπτυξης. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι το ύψος του ποσοστού και φυσικά το θετικό πρόσημο που θα «γράψει» το 2024 ο δείκτης της ανάπτυξης θα κρίνει πάρα πολλά όχι μόνο για την απροβλημάτιστη εκτέλεση του προϋπολογισμού που ψηφίστηκε στις 17 του Δεκέμβρη του 2023 στη Βουλή, αλλά και μεσοπρόθεσμα για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Θυμίζεται ότι το 2032 είναι η χρονιά που τελειώνει η περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους και αρχίζει η σταδιακή καταβολή τοκοχρεολυσίων ύψους 250 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι αρχής γενομένης από το 2024 και για τα επόμενα 8 χρόνια –δεν είναι πολύς χρόνος κι ας φαντάζει τέτοιος– θα πρέπει να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα που θα υπερκαλύπτουν τους τόκους του δημοσίου χρέους ώστε όταν φτάσει η χώρα στο dead line του 2032 να έχει χρηματοδοτικές ανάγκες περίπου ισόποσες με τις σημερινές προκειμένου να μην υπάρξει άλλη δημοσιονομική περιπέτεια.

Είναι, τέλος, απολύτως βέβαιο ότι τη χρονιά που μόλις υποδεχτήκαμε η κυβέρνηση θα κληθεί να ενσκήψει με ακόμη μεγαλύτερη ζέση πάνω από το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, δεδομένου ότι η ακρίβεια παραμένει το κυρίαρχο άγχος για την μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο ότι παρά τη δημοσιονομική βελτίωση των τελευταίων ετών, την ονομαστική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και τις διαδοχικές αυξήσεις των μισθών τις οποίες νομοθέτησε η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προηγούμενη και στην τωρινή θητεία της, η γενική εικόνα είναι ότι οι απολαβές των εργαζομένων εξακολουθούν να μην μπορούν να παρακολουθήσουν τις αυξήσεις των τιμών. Κι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.

Αυτά τα… ολίγα έχει στο οικονομικό καλεντάρι της προς επίτευξη η κυβέρνηση που κατά τα φαινόμενα το «Ευτυχές το 2024» θα παρακαλάει να μπορεί να το απολογιστικά στο τέλος του έτους και όχι ευχετήρια στην αρχή του.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα