Οι 3 εντολές του ΤΧΣ στις τράπεζες για τα stress tests του 2023

Το Ταμείο σημειώνει ότι θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος σε συγκεκριμένους τομείς

Τρεις κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνει το πρώτο Δελτίο (Bulletin) που εξέδωσε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), με τίτλο «Αποτελέσματα του ελληνικού τραπεζικού τομέα στα πλαίσια της Πανευρωπαϊκής Άσκησης Προσομοίωσης Καταστάσεων Κρίσης (Stress Test) 2021».

Ειδικότερα, εν όψει της νέας αντίστοιχης δοκιμασίας του 2023, το Ταμείο σημειώνει ότι θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος σε συγκεκριμένους τομείς.

Κι αυτό διότι από τις αντίστοιχες ασκήσεις του 2021 προέκυψε ότι η κεφαλαιακή επίπτωση του ελληνικού συστήματος υπό το δυσμενές σενάριο εξακολουθεί να υπερβαίνει την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών τραπεζών.

Τι πρέπει να κάνουν οι τέσσερις μεγάλοι του κλάδου

Στο πλαίσιο αυτό, οι συγγραφείς του Δελτίου υποστηρίζουν ότι οι τέσσερις μεγάλοι του κλάδου, θα πρέπει να:

(α) μειώσουν περαιτέρω το χαρτοφυλάκιο των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) τους πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρακολουθώντας στενά τις επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 και διασφαλίζοντας προσαρμοσμένα έναντι του κινδύνου πιστοδοτικά κριτήρια στα πλαίσια της προβλεπόμενης σημαντικής πιστωτικής τους επέκτασης,

(β) ενισχύσουν και να διαφοροποιήσουν γεωγραφικά τα συνολικά τους έσοδα, εστιάζοντας στα έσοδα από προμήθειες, στον απόηχο των καθοδικών πιέσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους λόγω της σημαντικής απομόχλευσης από την πώληση των ΜΕΑ, και

(γ) διερευνήσουν πρωτοβουλίες ψηφιακού μετασχηματισμού για την περαιτέρω ενίσχυση της διαχείρισης των κινδύνων τους και τη βελτίωση της λειτουργικής τους αποτελεσματικότητας.

Κατά τα άλλα, στο ίδιο Δελτίο υπογραμμίζεται η σημαντική βελτίωση που έχουν επιτύχει έως σήμερα οι συστημικοί όμιλοι, η οποία αποτυπώθηκε στα stress tests της περυσινής χρονιάς.

Μεγαλύτερη ανθεκτικότητα

Από τα συμπεράσματά τους προκύπτει πως το εγχώριο σύστημα είχε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες ασκήσεις, το 2018 και το 2015.

Οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι αυτό οφείλεται κυρίως σε:

(α) χαμηλότερες προβλέψεις, καθώς τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (ΜΕΑ) έχουν μειωθεί περισσότερο από 50% σε σχέση με το 2015 όταν σημειώθηκε το υψηλότερό τους σημείο,

(β) μικρότερη επίδραση του δυσμενούς σεναρίου στα καθαρά έσοδα από τόκους εξαιτίας της ευνοϊκής σύνθεσης του ισολογισμού, του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης και της βελτιωμένης μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας των τραπεζών, και

(γ) χαμηλότερα διοικητικά έξοδα, καθώς οι τράπεζες έχουν περιορίσει και εξορθολογήσει τις δραστηριότητές τους.

Όπως τονίζουν, «για πρώτη φορά, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μείωσε το χάσμα σε όρους κεφαλαιακής επίπτωσης σε σχέση με τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης που παρατηρούνταν στις προηγούμενες ασκήσεις».

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα