To… συμφωνημένο προσύμφωνο που εξυπηρετεί Τσίπρα – Ιερώνυμο

Φωτιές στο εσωτερικό της Ελλαδικής Εκκλησίας άναψε το προσύμφωνο μεταξύ του Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμου. Φυσικά, οι δύο άνδρες σε καμία περίπτωση δεν βρέθηκαν μπροστά σε μια κατάσταση που δεν περίμεναν. Το αντίθετο. Για αυτό και στην κοινή εμφάνισή τους υπήρξαν πολύ προσεκτικοί στις διατυπώσεις τους.

Ρεπορτάζ: Κώστας Παπαϊωάννου

Οι ανακοινώσεις το βράδυ της Τρίτης από τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο δεν ήταν παρά μόνο ένα ακόμα βήμα σε μια προειλημμένη απόφαση. Ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται κάτι πολύ δυνατό, ώστε να κάνει τη ρεβάνς και η πρόταση προς τον επικεφαλής της Ελλαδικής Εκκλησίας μοιάζει επωφελής και για τους δυο.

Από τη μία ο πρωθυπουργός θα μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι ο μόνος που τόλμησε τον διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, μολονότι αυτό δεν θα συμβεί όπως προκύπτει από το ίδιο το προσύμφωνο, από την άλλη ο Αρχιεπίσκοπος βγαίνει ισχυρότερος. Δεν είναι άλλωστε και λίγο να έχει να διαχειριστεί ένα ετήσιο κονδύλιο ύψους 210 εκατομμυρίων ευρώ, έστω και αν αυτό αφορά τις μισθοδοτικές ανάγκες του κλήρου.

Αν πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, θα διαπιστώσουμε πως Τσίπρας και Ιερώνυμος συνεργάζονται στενά σχεδόν από την αρχή.

Οι επαφές για τη συγκεκριμένη συμφωνία ξεκίνησαν περίπου έναν χρόνο πριν, µε κεντρικό χειριστή εκ µέρους της κυβέρνησης τον Αλέξη Χαρίτση, στην αρχή από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Οικονοµίας και στη συνέχεια ως υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος όλο αυτό το διάστηµα είχε αλλεπάλληλες συναντήσεις µε τον Αρχιεπίσκοπο και τον πρωτοσύγκελλο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Συµεών. Αφορμή στάθηκε ένα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ για την καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

Το «ρουσφέτι»

Η δε μεγάλη επιτυχία του Αρχιεπισκόπου με τις πλάτες του πρωθυπουργού, να τοποθετήσει ως πολιτικό διοικητή του Αγίου Όρους πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του –τον διευθυντή της Αποστολής Κωστή Δήμτσα για τον οποίο υπάρχουν καταγγελίες ότι δεν πληροί ούτε τα τυπικά προσόντα–, που μάλιστα το Πατριαρχείο δεν συζητούσε καν, δείχνει πως μεταξύ τους υπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί. Η απάντηση του Πατριάρχη όταν ερωτήθηκε σχετικά από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, σύμφωνα με εκκλησιαστικές πηγές, ήταν «όποιον άλλον θέλετε εκτός από τον κ. Δήμτσα».

Για τον πρωθυπουργό τα οφέλη από μια τέτοια συμφωνία είναι πολλά και σημαντικά. Αρχικά είναι το μήνυμα που περνάει ότι δεν θα υπολογίσει πολιτικό κόστος – ποιος αλήθεια άλλος τόλμησε να τα βάλει με την Εκκλησία; Ακόμα και ο Κώστας Σημίτης έκανε μια σημαντική υποχώρηση καταργώντας την εισφορά του 35% που προβλεπόταν.

Επιπρόσθετα κερδίζει μια υποσχετική περίπου 10.000 προσλήψεων. Τόσοι είναι οι ιερείς που θα φύγουν από το Δημόσιο. Υποσχετική, διότι σήμερα δεν υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο να υλοποιηθούν, όμως του επιτρέπει να κάνει έναν σχεδιασμό τριετίας, κάτι που από την πρώτη στιγμή κάνουν κορυφαίοι υπουργοί κλείνοντας το μάτι στους περιφερόμενους ψηφοφόρους που επιλέγουν κόμμα με βάση τα συμφέροντά τους και όχι κάποια πολιτική άποψη.

 

Η περιουσία

Τρίτον και ίσως πιο σημαντικό, κάνει το κράτος συνιδιοκτήτη ενός μεγάλου τμήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκείνης που χαρακτηρίζεται αμφισβητούμενη και αποτελείται στην πλειοψηφία της από φιλέτα αξίας πολλών εκατομμυρίων, όπως για παράδειγμα τα 1.200 στρέμματα που ξεκινούν από τη Βουλιαγμένη και φτάνουν στη Βάρκιζα.

«Με τη συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία αναγνωρίζονται στην Εκκλησία αμφισβητούμενα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να αξιοποιηθούν από κοινού με το κράτος. Χρειάζεται πολλή δημόσια συζήτηση και νομική διευκρίνιση και όχι γαλαντομίες εκ μέρους του κράτους. Η εκκλησιαστική περιουσία είναι ένα ακανθώδες ζήτημα και δεν είναι ακατανόητο το γιατί προωθείται μια ρύθμιση τύπου “περαίωση” υπέρ της Εκκλησίας – και μάλιστα προκαταλαμβάνοντας το Κτηματολόγιο, που θα ολοκληρωθεί τα αμέσως επόμενα χρόνια», σχολίασε σχετικά ο Νίκος Φίλης εκφράζοντας εύλογες απορίες.

Πάντως, στο θέμα είχε αναφερθεί σε ανύποπτο χρόνο και ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, με αφορμή το πρόγραμμα που τρέχει για την καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας. «Σε πρώτη φάση προχωράμε στην καταγραφή της περιουσίας 21 μητροπόλεων. Ζήτησε και η Εκκλησία της Κρήτης να είναι στο πρόγραμμα και το δεχθήκαμε με χαρά. Η λογική είναι, να ολοκληρωθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα η διαδικασία καταγραφής, και μετά θα δούμε τα προβλήματα που θα προκύψουν», είπε τον περασμένο Ιούλιο. Σημείωσε δε την ύπαρξη αμφισβητούμενων ιδιοκτησιών, προτάσεων για κοινή αξιοποίηση, τα οποία θα συζητηθούν όταν έρθει η ώρα. Και η ώρα βεβαίως ήρθε…

 

Τα κονδύλια

Βεβαίως ο Αλέξης Τσίπρας καλείται να απαντήσει και στο αν δικαιούται να δεσμεύσει το κράτος στην εις αεί επιχορήγηση της Εκκλησίας για τις ανάγκες του κλήρου.

Σε αυτό η απάντηση έχει ήδη –εν μέρει– δοθεί από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Στόχος είναι η μισθοδοσία να αυτοχρηματοδοτείται. Μάλιστα ο Δημήτρης Τζανακόπουλος έκανε αναφορά στο ειδικό ταμείο αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας μέσω του οποίου εκτίμησε πως μπορεί να καλυφθεί περίπου το μισό κόστος.

Αυτό που προς ώρας δεν αποκάλυψε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι πως επί της ουσίας με τη βοήθεια του… ΣτΕ η κυβέρνηση κατάφερε να βρει μια σχετική λύση. Λίγες ώρες πριν τις ανακοινώσεις Τσίπρα – Ιερώνυμου έγινε γνωστή και η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα κτίρια της Εκκλησίας που δεν αποτελούν λατρευτικούς χώρους υπόκεινται κανονικά σε ΕΝΦΙΑ! Και μέχρι η κυβέρνηση της αριστεράς να τον καταργήσει, τα έσοδα από τα εκκλησιαστικά ακίνητα αναμένονται πολλά. Ενώ με αυτόν τον τρόπο ανοίγει και ο δρόμος για την επιβολή Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας ακόμα και στα μοναστήρια.

Έτσι από την κυβέρνηση ευκολότερα θα μπορέσουν να βρουν και το δημοσιονομικό περιθώριο για να προχωρήσουν άμεσα σε σαφέστατα προεκλογικού χαρακτήρα προσλήψεις.

 

Κερδίζει πόντους ο Ιερώνυμος έναντι του Βαρθολομαίου

Στην αντίπερα όχθη, ο Αρχιεπίσκοπος είχε να ζυγιάσει κέρδη και χασούρα, για να καταλήξει σχετικά εύκολα στην καταρχήν αποδοχή της πρότασης του πρωθυπουργού. Πριν από αυτά «χρωστούσε» στον Αλέξη Τσίπρα, όπως σημειώνουμε και παραπάνω, και το γραμμάτιο είναι ακριβό.

Επιπλέον, ο κ.κ. Ιερώνυμος γνωρίζει πολύ καλά πως ο χρόνος για την Εκκλησία μετρά αντίστροφα σε ό,τι τουλάχιστον αφορά την αμφισβητούμενη περιουσία για την οποία δεν υπάρχουν ξεκάθαροι τίτλοι ιδιοκτησίας και η διεκδίκηση θα πρέπει να γίνει μέσω της δικαστικής οδού. Με την ολοκλήρωση του κτηματολογίου, κάθε «ορφανή» περιουσία περιέρχεται στην ιδιοκτησία του Δημοσίου με συνοπτικές διαδικασίες. Ενώ με την συμφωνία οι διεκδικούμενες από την Εκκλησία θα εξαιρεθούν και θα αξιοποιηθούν από κοινού με το Δημόσιο!

Από τη συμφωνία ο Αρχιεπίσκοπος μάλλον βγαίνει πιο ισχυρός και έναντι του Πατριαρχείου, το οποίο δεν συμμετείχε στις συζητήσεις. Και αυτό διότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα είναι αυτή η οποία θα αναλάβει τη μισθοδοσία. Αλλά… πώς μπορεί η Εκκλησία της Ελλάδος να πληρώνει ιερείς που και διοικητικά ανήκουν στο Φανάρι ή την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης; Γίνεται λοιπόν σαφές πλέον πως αν εν τέλει ολοκληρωθεί η συμφωνία, τότε αλλάζουν και οι όροι μεταξύ Αρχιεπισκοπής και Φαναρίου σε βάρος του δεύτερου. Οι σχέσεις των δύο ανδρών είναι κάτι παραπάνω από κακές, ενώ μια πρόσφατη δικαστική διαμάχη (που κέρδισε ο Πατριάρχης) έφερε τα πράγματα στα άκρα. Αναζητώντας την αλήθεια όμως, αυτή κρύβεται στις Νέες Χώρες… Ο κ.κ. Ιερώνυμος δεν επιθυμεί να διεκδικεί ρόλο στις Νέες Χώρες το Φανάρι, ή και ακόμη να παρεμβαίνει στο Άγιο Όρος. Όλα αυτά τα χρόνια οι σχέσεις Ιερώνυμου και Βαρθολομαίου δεν είναι καλές, με μικρές ή μεγάλες διαφορές.

Με τη συμφωνία λοιπόν ο Ιερώνυμος αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού και επαναδιαπραγματεύεται με τον Βαρθολομαίο τις σχέσεις του Πατριαρχείου με τις Νέες Χώρες και ειδικά τις μητροπόλεις της Βορείου Ελλάδος. Επιθυμία της Αρχιεπισκοπής είναι αυτές να ενταχθούν διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος και να υπάγονται μόνο πνευματικά στο Φανάρι.

Και ως γνωστόν, όποιος έχει το χρήμα έχει και την εξουσία.

Δεν εμπιστεύεται την ιεραρχία ο κλήρος

Από την άλλη όμως ο Αρχιεπίσκοπος θα πρέπει να βρει τρόπους να δελεάσει τον απλό κλήρο, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη στην ιεραρχία. Αυτό φάνηκε από την ανακοίνωση που εξέδωσαν οι ιερείς. Η «Α» επικοινώνησε με πρόσωπο που γνωρίζει τα δρώμενα στους εκκλησιαστικούς διαδρόμους, το οποίος μας μετέφερε πως «οι απλοί ιερείς επιθυμούν τη σιγουριά του Δημοσίου όσον αφορά τη διαχείριση της μισθοδοσίας τους». «Δεν είναι το ίδιο. Το κράτος θα πληρώνει αυτά που προβλέπονται. Ποιος μπορεί να διαβεβαιώσει για το ίδιο αν ένας άλλος φορέας αναλάβει; Αρκετά προβλήματα υπάρχουν σήμερα με τους μοναχούς, οι οποίοι ως αρχιμανδρίτες λαμβάνουν παχυλούς μισθούς πολλαπλάσιους εκείνων που λαμβάνουν πολύτεκνοι ιερείς. Η ιερή κοινότητα δεν μπορεί να αντέξει περαιτέρω αμφισβήτηση, και μάλιστα εκ των έσω».

Όσον αφορά τέλος τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, αυτός αργεί πολύ καθώς δεν εξασφαλίζεται από την ουδετερότητα που επικαλέστηκε ο Αλέξης Τσίπρας όταν το προοίμιο του Συντάγματος θα παραμείνει το ίδιο: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».

 

Το προσύμφωνο

Οι κοινές προτάσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που θα πάρουν τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης είναι οι εξής:

  1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
  2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
  3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
  4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
  5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
  6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
  7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
  8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
  9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
  10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
  11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος, περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
  12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
  13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
  14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
  15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα