Αντισυνταγματική η εγγυητική επιστολή για εκτέλεση αποφάσεων σε βάρος του Δημοσίου

Αντισυνταγματική κρίθηκε από τη Διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η διάταξη που προβλέπει ότι για την εκτέλεση μη τελεσίδικης δικαστικής απόφασης σε βάρος του Δημοσίου απαιτείται τραπεζική εγγυητική επιστολή.

Πρόκειται για τροποποίηση σε παλαιότερο του 2002 νόμου που προβλέπει στο άρθρο 326 ότι η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που υπόκεινται σε ένδικα μέσα (δηλαδή δεν είναι αμετάκλητες οι αποφάσεις αυτές, αλλά μπορούν να δικαστούν σε επόμενο ανώτερο βαθμό) και από τα οποία απορρέει χρηματική υποχρέωση του Δημοσίου προς πολίτη, επιχείρηση, κ.λπ., γίνεται ύστερα από προσκόμιση εγγυητικής επιστολής Τράπεζας. Η εγγυητική επιστολή επιστρέφεται μετά από την προσκόμιση πιστοποιητικού έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

Οι δικαστές έκριναν ότι η επίμαχη ρύθμιση είναι αντισυνταγματική και υπογραμμίζουν ότι:

«Οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα. Τούτο, διότι, κατά την κρατήσασα στην Ολομέλεια γνώμη, με τις ρυθμίσεις αυτές εισάγονται, κατά παράβαση των άρθρων 94 παράγραφος  4 και 95 παράγαρφος 5 του Συντάγματος, άσχετα με την δίκη εμπόδια στην συνταγματικώς κατοχυρούμενη υποχρέωση εκτέλεσης τελεσίδικης, και άρα εκτελεστής, δικαστικής αποφάσεως, με συνέπεια να μην παρέχεται στον νικήσαντα διάδικο η δυνατότητα να επιδιώξει αποτελεσματικά, χωρίς πρόσθετες προϋποθέσεις, την ικανοποίηση της τελεσιδίκως αναγνωρισθείσης αξιώσεώς του.

Η αξίωσή του δε αυτή, καίτοι δικαστικώς αναγνωρισθείσα, θα ικανοποιείται πάντοτε σε μικρότερο, κατ’ αποτέλεσμα, ποσό, αφού θα επιβαρύνεται από την, όχι ασήμαντου ύψους, δαπάνη για την έκδοση της εγγυητικής επιστολής, της οποίας δαπάνης δεν προβλέπεται η επιστροφή ούτε σε περίπτωση που η προς εκτέλεση απόφαση καταστεί στη συνέχεια αμετάκλητη.

Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή θεσπίζεται κατά παράβαση της αρχής της ισότητος των διαδίκων, μονομερώς υπέρ του δημοσίου. Εξ άλλου, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για νομοθετική παρέμβαση στην εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως, με έννομο αποτέλεσμα απαγγελλόμενο απ’ ευθείας από τον νομοθέτη, ενώ η εν προκειμένω δυνατότητα διορθωτικής παρεμβάσεως του δικαστηρίου περιορίζεται μόνον στο 50% του αμφισβητούμενου ποσού, ακόμη και α ο ιδιώτης τυχόν επικαλείται και αποδεικνύει ότι είναι πλήρως αξιόχρεος».

Να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις της Διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ δεν είναι δεσμευτικές και υποχρεωτικές, αλλά έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα προς τους δικαστές του δικαστηρίου.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα