Γιατί ξαναβγήκε από την ντουλάπα ο… σκελετός του «GREXIT»;

Οι ευρωεκλογές σχεδόν ποτέ δεν ρίχνουν κυβερνήσεις. Πάντα υπάρχει μία ψήφος διαμαρτυρίας, ενώ παρατηρείται και μεγάλη αποχή, η οποία ερμηνεύεται ως απέχθεια των Ευρωπαίων πολιτών κατά του γραφειοκρατικού βασιλείου των Βρυξελλών.

Του Μιχάλη Κωτσάκου

Στις φετινές ευρωεκλογές το κλίμα είναι διαφορετικό. Κι αυτό διότι η κρίση έχει οδηγήσει χώρες (όπως Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία) να βρίσκονται στη μέγγενη του μνημονίου, ενώ άλλες που βλέπουν την τρόικα στο προαύλιό τους έχουν αναγκαστεί να ασκούν σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία με εντολή του Βερολίνου. Αυτό, όπως γίνεται αντιληπτό, έχει οδηγήσει σε αύξηση του προβληματισμού για το πού πάει η Ευρώπη, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στους ευρωσκεπτικιστές, ακόμη και σε πλούσιες χώρες, να κερδίζουν πόντους.

Σε αυτό το όντως περίεργο κλίμα, η ελληνική κυβέρνηση οδηγείται στις ευρωεκλογές έχοντας προφανή στόχο ένα αποτέλεσμα το οποίο θα μπορεί να το διαχειριστεί και να σβήσει τις όποιες ενστάσεις για μη νομιμοποίηση, τις οποίες θεωρείται βέβαιο ότι θα θέσει η αντιπολίτευση. Το κλίμα αυτό προσπαθεί να πυροδοτήσει κατά πρώτο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως το χειρότερο είναι ότι διεθνή ΜΜΕ ξαφνικά επαναφέρουν τον όρο Grexit, σε μία περίοδο, όπου ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι ελπίζουν πως τελικά το 2014 θα είναι η πρώτη χρονιά που θα φανούν αχτίδες φωτός στο τούνελ.

Βέβαια, οι τωρινές εκτιμήσεις για το… νέο Grexit διαφέρουν άρδην από το πρόσφατο παρελθόν. Τώρα απλώς τα διεθνή ΜΜΕ αναμεταδίδουν την άποψη μερίδας της γερμανικής πολιτικής σκηνής που υποστηρίζει ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να ολοκληρώσει την προσαρμογή της εκτός της Ευρωζώνης πριν μπει και πάλι στο ευρώ και, αφετέρου, με το ότι η «βελτίωση του διπλού ελλείμματος (δημοσιονομικό/τρεχουσών συναλλαγών) και η μετατροπή του από το 2014 σε πλεόνασμα, μπορεί να δρομολογήσει αποφάσεις στην Ελλάδα για απόφαση εξόδου από το ευρώ». Η διαφορά είναι ότι ακόμη και οι υποστηρικτές των απόψεων αυτών αποδέχονται ότι η όποια εξέλιξη στο μέτωπο Ελλάδα θα επηρεασθεί από το πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό τοπίο μετά της ευρωεκλογές, στις οποίες αναμένονται, λόγω των συνεπειών της παρατεταμένης ύφεσης και της κρίσης χρέους, μεγάλες ανατροπές στο Ευρωκοινοβούλιο με επιπτώσεις άμεσες ή έμμεσες και στη σταθερότητα των εθνικών κυβερνήσεων.

Ο μαραθώνιος

Όλο αυτό το σκηνικό που στήνεται έχει ως απόρροια το ότι εντός της τρέχουσας χρονιάς οι εταίροι πρέπει να λάβουν οριστικές αποφάσεις για το χρέος, όπως έχουν δεσμευθεί από τον Νοέμβριο του 2012. Και όπως γίνεται αντιληπτό, τώρα που έφτασε το πλήρωμα του χρόνου δεν δείχνουν την ίδια προθυμία με την οποία υπόσχονταν λαγούς με πετραχήλια πριν από 15 μήνες, προκειμένου η Ελλάδα να λάβει οδυνηρές αποφάσεις.

Το γεγονός ότι τα σχετικά δημοσιεύματα έβρισκαν και συνεχίζουν να βρίσκουν πάντα χώρο στον γερμανικό Τύπο δεν είναι τυχαίο. Το τελευταίο που εμφανίσθηκε και πάλι στον γερμανικό Τύπο, στη γερμανική έκδοση της «WSJ», επιμένει –με τα κλασικά επιχειρήματα– ότι τώρα που τα δύο ελλείμματα δημοσιονομικό και εμπορικό έχουν κλείσει, ή έστω θα κλείσουν οσονούπω, η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι μπροστά στο ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ!

Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ένας πολύ σοβαρός λόγος είναι ότι τα ελλείμματα κλείνουν μεν, αλλά η ανάκαμψη της οικονομίας δεν μπορεί να υποστηριχθεί από την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα, παρά μόνο αν χρηματοδοτηθεί από μία γενναία υποτίμηση μέσω της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Ένας άλλος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ευρωζώνη έχει πλέον οχυρωθεί απέναντι σε ένα ελληνικό ατύχημα και κατά συνέπεια μπορεί να απαντήσει με πολύ πιο σκληρό τρόπο απέναντι σε ελληνικούς εκβιασμούς.

Φυσικά, επισήμως οι εταίροι απορρίπτουν το ενδεχόμενο του Grexit, όμως είναι ένας σημαντικός μοχλός πίεσης, ώστε να επαναφέρουν στην τάξη την Ελλάδα, η οποία βιάζεται να ξεμπερδέψει με τα μνημόνια και την επιτήρηση. Αυτός είναι κι ένας λόγος που, παρά τα όσα είπε η Άνγκελα Μέρκελ για την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν κόβουν τον βήχα στους Τόμσεν-Μορς-Μαζούχ, οι οποίοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για το δημοσιονομικό κενό και το χρηματοδοτικό κενό του 2014. Και το κλείσιμο αυτών των κενών είναι ακόμα ζητούμενο στις συζητήσεις με την τρόικα, αφού απαιτεί επιπλέον μέτρα, τα οποία η ίδια η κυβέρνηση και οι υποστηρικτές του μνημονίου έχουν αρχίσει να παραδέχονται ότι απειλούν την πολιτική σταθερότητα.

Όλοι, λοιπόν, κατανοούν από πού προέρχονται αυτά τα δημοσιεύματα και η άκρατη σεναριολογία για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Είναι ένας θαυμάσιος μοχλός πίεσης για να σταματήσει να αντιδρά η Αθήνα στην υπόθεση του χρέους και να δεχθεί αδιαμαρτύρητα όσα τελικά αποφασίσει το Βερολίνο, το οποίο ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει τι ακριβώς θέλει. Ή πιο σωστά να γίνει το δικό του και όχι αυτό που ζητά εδώ και πολλούς μήνες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δηλαδή την απομείωση του χρέους μέσω κουρέματος των κρατικών οφειλών της Ελλάδας.

Εάν υποθέσουμε ότι τελικά η Ελλάδα είτε φεύγει από μόνας ή τη διώχνουν από την Ευρωζώνη, τότε θα μιλάμε για μία τεράστια ήττα του σχεδίου της Μέρκελ, αλλά και για μία έμπρακτη αμφισβήτηση του ευρώ με τεράστιες συνέπειες για τις ισχυρές χώρες. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο Μάριο Ντράγκι πριν από ενάμιση χρόνο χρειάσθηκε να δηλώσει ότι «θα κάνει ό,τι χρειασθεί για το ευρώ» και ακόμα διατηρεί τη δήλωσή του εν ισχύ για τους ίδιους λόγους.

Η Ευρωζώνη βρίσκεται στην αρχή ενός χρόνου όπου όλα είναι ανοικτά, τόσο στο πολιτικό, όσο και στο οικονομικό επίπεδο. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές απειλούν με πολιτικές εκπλήξεις, ενώ ταυτόχρονα οι αγορές κεφαλαίου βρίσκονται μπροστά σε μία άρδην ανατροπή της νομισματικής κυκλοφορίας τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Ευρώπη.

Στις ΗΠΑ άρχισε η σταδιακή διακοπή της πολιτικής «ποσοτικής χαλάρωσης» από την FED και η Ευρωζώνη μπαίνει στην πλέον εκτεταμένη περίοδο απομόχλευσης του τραπεζικού συστήματος (λόγω stress test). Με άλλα λόγια, σε μία περίοδο πρωτοφανούς νομισματικής αστάθειας. Ποιος θα ήθελε ένα ελληνικό ατύχημα μέσα σε αυτή;

Τα πραγματικά προβλήματα

Παρ’ όλα αυτά ο κίνδυνος του Grexit ποτέ δεν έπαψε, αλλά όχι για τους λόγους που τώρα αναθερμαίνουν τη συζήτηση αυτή στον διεθνή Τύπο, με σκοπό να αποφευχθεί η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Η αλήθεια είναι ότι μία οικονομία με επίσημη ανεργία στο 30% και με ανεπίσημη αναλογία ενός εργαζόμενου σε κάθε δύο ανέργους, είναι αδύνατο όχι απλά να τα βγάλει πέρα με ένα χρέος 176% του ΑΕΠ, αλλά κυρίως να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα που θα απαιτούσε οποιοδήποτε σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, χωρίς χρηματοδότηση. Έπειτα από πέντε χρόνια συνεχιζόμενης και βαθιάς κρίσης, μπαίνοντας στο 2014 όλοι γνωρίζουν τι μπορούν να ελπίζουν και τι μπορούν να φοβούνται. Στα θετικά σημεία αναμφίβολα συγκαταλέγονται πολλά στοιχεία που στα μέσα του 2012 θεωρούνταν ως μεγάλα ζητούμενα, όπως:

# Ο σαφώς μειωμένος κίνδυνος εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ και η αναβαθμισμένη εικόνα της Ελλάδας στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά και στον ξένο Τύπο.

# Η ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, και μάλιστα μεγαλύτερου του επίσημου στόχου, κάνει την Ελλάδα να ξεκινάει τον νέο χρόνο από καλύτερη βάση σε σύγκριση με τις παραδοχές της τρόικας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

# Η επίτευξη θετικού αποτελέσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες.

# Ένα κόστος εργασίας γύρω στο 25%-30% χαμηλότερο σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα, αν σημαίνει αυτό κάτι για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.

# Προοπτικές αυξημένων επενδύσεων το 2014, μέσα από κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Βερολίνο απορρίπτει νέα δώρα και προκρίνει λύση της «μακράς εποπτείας»

 

«Όσο πλησιάζουν οι εκλογές του Μαΐου, τόσο θα απομακρύνεται το ενδεχόμενο για φανερά ευνοϊκές ρυθμίσεις προς την Ελλάδα στο χρονικό αυτό διάστημα». Αυτή η εκτίμηση κυριαρχεί στις Βρυξέλλες κατά πρώτο λόγο, όμως οι αξιωματούχοι της Κομισιόν επισημαίνουν ότι «υπάρχει συναντίληψη με την Αθήνα για να αποφευχθούν τυχόν ατυχήματα».

Η αντίληψη αυτή είναι «κοινός τόπος» μεταξύ των διπλωματικών κύκλων στις Βρυξέλλες όσον αφορά τις προσδοκίες που έχουν αρχίσει να καλλιεργούνται στην Αθήνα για το ενδεχόμενο ανακοινώσεων από πλευράς Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τέτοιων που να προδιαγράφουν ευνοϊκές ρυθμίσεις για το χρέος πριν από το β΄ εξάμηνο του έτους.

Παρ’ όλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος πολιτικής αποσταθεροποίησης στην Ελλάδα, ακόμα και πριν από τις ευρωεκλογές, είναι κάτι που έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται σαν σοβαρό ενδεχόμενο μεταξύ των κοινοτικών αξιωματούχων, εν τούτοις τα πλέον «πολιτικά» έμπειρα στελέχη στην Κομισιόν επιμένουν ότι η άτυπη κατάσταση «ανοχής», που αναμφίβολα θα υπάρξει το επόμενο πεντάμηνο έναντι της Αθήνας, «δεν θα ξεπεράσει ποτέ τα όρια που έχουν διαμορφωθεί από την υλοποίηση του προγράμματος στήριξης…».

Με άλλα λόγια, η διελκυστίνδα των εντάσεων θα κινείται διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού, ανάμεσα στις απαιτήσεις της τρόικας για τις εκταμιεύσεις των επόμενων δόσεων και τις ανάγκες πολιτικής επιβίωσης της κυβέρνησης αλλά… και της αντιπολίτευσης. Αξιοπρόσεκτο στο σημείο αυτό είναι το ενδιαφέρον στελεχών της Κομισιόν, για το κατά πόσο το ενδιαφέρον της αξιωματικής αντιπολίτευσης για πρόωρη προσφυγή στις (εθνικές) κάλπες είναι πραγματικό ή υπαγορεύεται από την προεκλογική σκοπιμότητα ενόψει των ευρωεκλογών.

Από τώρα μέχρι και τις ευρωεκλογές υπάρχουν δύο μεγάλες πληρωμές λήξεων κρατικών ομολόγων. Μία στις 11/1 και η άλλη τον Απρίλιο. Η πρώτη είναι μόλις 1,8 δισ. ευρώ, ενώ ή επόμενη είναι 5,6 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η αποπληρωμή τους δεν μπορεί συνολικά να εκπληρωθεί παρά μόνο με την εκταμίευση των δόσεων του Δεκεμβρίου (4,9 δισ. ευρώ) και των επόμενων από το EFSF και το ΔΝΤ. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το άτυπο μεσοδιάστημα της ακήρυκτης «ανοχής», κάποιες προϋποθέσεις του μνημονίου (προαπαιτούμενα απολύσεων, απελευθέρωσης αγορών, ιδιωτικοποιήσεων, μεσοπρόθεσμο, κ.λπ.) θα πρέπει να έχουν καταλήξει σε κοινά αποδεκτές συμβατικές «λύσεις» ώστε οι εκταμιεύσεις, έστω και σταδιακά, να αρχίσουν να τρέχουν εγκαίρως.

Το επιχείρημα

Το μεγάλο επιχείρημα πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί η τακτική της κυβέρνησης είναι ότι ήδη από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου θα υπάρχουν όλα τα στοιχεία στην Eurostat που θα διαβεβαιώνουν για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Και πάνω στο αποτέλεσμα αυτό θα οικοδομηθεί και η νέα διαπραγματευτική στρατηγική της κυβέρνησης με την τρόικα, η οποία, αντίθετα με τα όσα λέγονται και γράφονται, θα συνεχίσει το έργο της στην Ελλάδα για όσο το ΔΝΤ δεν έχει καθαρίσει με τη δική του συμμετοχή στο πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας. Και υπενθυμίζουμε ότι το ΔΝΤ συνεχίζει να δανείζει την Ελλάδα και μετά το τέλος της εκταμίευσης των δόσεων από το EFSF, δηλαδή τον Ιούνιο.

Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, και παρά την ένταση που προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις Βενιζέλου, σύμφωνα με τις οποίες οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα έχουν να χάσουν αν τα πράγματα δεν πάνε καλά στην Ελλάδα, δηλαδή μία έμμεση αλλά σαφής –έστω και καθυστερημένη– απειλή απέναντι στις γερμανικές πιέσεις για αυστηρή εφαρμογή του προγράμματος, δεν φαίνεται να καταγράφεται ιδιαίτερη ανησυχία για το πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις αν οι συνομιλητές παραμείνουν χωρίς «αλλαγές».

Άλλωστε, όπως αναγνωρίζεται και από τον γερμανικό Τύπο που έδωσε αρκετό χώρο και σχόλια για τις δηλώσεις Βενιζέλου, «υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να αποφευχθούν ανεπιθύμητες πρόωρες εξελίξεις με την Ελλάδα…».

Αυτές οι προϋποθέσεις όμως δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν «δώρα» προς την Αθήνα, καθώς η κοινή γνώμη της Γερμανίας, τουλάχιστον αυτή στην οποία απευθύνεται η νέα κυβερνητική συμμαχία CDU-SPD, δεν είναι έτοιμη να συζητήσει προεκλογικά τέτοια ενδεχόμενα. Γερμανοί αναλυτές δεν αποκλείουν να συμβεί κάτι τέτοιο αν προεκλογικά διαπιστωθεί ότι υπάρχουν περιθώρια στην εκλογική κοινή γνώμη. Αλλά τέτοια προς το παρόν δεν φαίνεται να υπάρχουν… Κατά συνέπεια, η Μέρκελ ούτε από… το κρεβάτι του πόνου, ούτε και από την έδρα της καγκελαρίας πρόκειται να αλλάξει τακτική.

Άλλωστε, ήδη οι μελέτες που εκτελούνται με κυβερνητική εντολή για την υπόθεση της νέας αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας έχουν αρχίσει να επανεκτιμούν ακόμα και τη χρηστικότητα της «λύσης» που μέχρι πρόσφατα εμφανιζόταν ως η πλέον ρεαλιστική, εκείνη της επιμήκυνσης του χρέους και της μείωσης του επιτοκίου εξυπηρέτησής του. Και επαναφέρουν στο τραπέζι το ενδεχόμενο μιας «λύσης» μακράς εποπτείας με επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις κατά περίπτωση και σε συνάρτηση με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων στη δομή της οικονομίας.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα