«Απελευθέρωση» της ελληνικής οικονομίας

Από την Δευτέρα η κυβέρνηση θα μπορεί να προχωρά σε αποφάσεις που κρίνει αναγκαίες δίχως την άδεια των εκπροσώπων των Θεσμών

Ήδη ο Υπουργός Οικονομικών έχει εγγράψει στο προσχέδιο του προϋπολογισμού τας κονδύλια από τις δύο δόσεις που θα εισπράξει η χώρα τώρα που βγαίνει από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.

Της Ευαγγελίας Τζαβάρα

Από μεθαύριο Δευτέρα η ελληνική οικονομία θα νιώθει πιο ελεύθερη, καθώς βγαίνει και τυπικά από το καθεστώς ενισχυμένη εποπτείας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα αποφύγει τους ελέγχους ανά εξάμηνο, όπως έχει συμβεί με όλες τις χώρες που εξήλθαν από την διαδικασία των μνημονίων. Όμως πλέον η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο έχουν λυμένα χέρια, καθώς θα λαμβάνουν αποφάσεις δίχως να περιμένουν την επιβεβαίωση των εκπροσώπων των δανειστών. Και φυσικά δίχως να ακολουθούν τις υποδείξεις τους. Κάτι που γινόταν από το 2010, όταν υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο.

Το οικονομικό επιτελείο ήδη έχει λάβει την επιστολή που συνυπογράφουν ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο επίτροπος αρμόδιος για οικονομικά θέματα, Πάολο Τζεντιλόνι, στην οποία επιβεβαιώνουν ότι δεν προτίθενται να συνεχίσουν το καθεστώς της ενισχυμένη εποπτείας για την Ελλάδα. Ως γνωστόν, η έξοδος της Ελλάδας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας είχε επικυρωθεί και από το Eurogroup του Ιουνίου, με τους εκπροσώπους των θεσμών και τους Υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης να συγχαίρουν τις ελληνικές αρχές για την πρόοδο που είχαν στις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει ακόμη και τους μήνες της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση μετά από 12+1 πετυχημένες αξιολογήσεις η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία από αυτό το Σαββατοκύριακο είναι περισσότερο τυπική παρά ουσιαστική.

Στο ουσιαστικό μέρος της η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία θα πρέπει να συνοδευτεί και από μια τελική αξιολόγηση. Η επιτυχία και αυτής της αξιολόγησης θα επιστρέψει στην Ελλάδα και την τελευταία από τις δόσεις ύψους 650 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ομολόγων που παρακρατούν η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες μέχρι και το τέλος του χρόνου. Με την τελευταία αυτή δόση η Ελλάδα θα έχει λάβει το σύνολο των 5,2 δισ. ευρώ, από κέρδη που είχε η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες από ελληνικά ομόλογα τα οποία αγοράστηκαν και δεν αναχρηματοδοτήθηκαν, ούτε και συμμετείχαν στο κούρεμα των ελληνικών ομολόγων, το γνωστό PSI. Τα χρήματα αυτά θα επιστρέφονταν κατά τη διάρκεια του 2ου μνημονίου, το οποίο όμως έληξε… άδοξα το καλοκαίρι του 2015. Οι θεσμοί επανήλθαν μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου και ενσωμάτωσαν τα χρήματα αυτά στα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Η δε καταβολή τους αποφασίστηκε να γίνει σε εξαμηνιαίες δόσεις, η εκταμίευση των οποίων θα συνδέονταν με την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Ελλάδας.

Κατά την επικείμενη αξιολόγηση η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αναλύσει στους θεσμούς τα σχέδιά της μέχρι και το τέλος του 2022, αλλά και για το σύνολο του 2023. Μέχρι στιγμής, έχει ήδη προαναγγελθεί ένα νέο γενναίο πακέτο στήριξης απέναντι στην ακρίβεια, με ισχύ μέχρι και τα μέσα του επόμενου χρόνου, που θα αναλύσει ο πρωθυπουργός από τη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της ΔΕΘ. Επίσης, θα αναλυθούν και οι μόνιμες παρεμβάσεις που θέλει να κάνει η Ελλάδα το 2023 σε μισθούς και συντάξεις και συνδυασμό και με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο.

Τα τελευταία προαπαιτούμενα

Βέβαια θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν και ουρές σε ό,τι αφορά τα προαπαιτούμενα του καθεστώτος της ενισχυμένης εποπτείας. Και αυτό διότι ουκ ολίγες φορές σε αυτά τα 12 χρόνια η Ελλάδα αποδείχθηκε δυσκοίλια στο να προωθήσει κάποιες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Έτσι τα βασικά θέματα στα οποία οφείλει να λάβει θέση το υπουργείο Οικονομικών είναι τα ακόλουθα:

* Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει σε αυτήν τη φάση την τελική εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων συντάξεων μέχρι και τον Αύγουστο και η καταβολή συντάξεων και αναδρομικών. Στον θεσμό του Clawback, η επιτροπή αναμένει την έναρξη της διαδικασίας για την είσπραξη του υπολοίπου 30% του συνολικού clawback (από φαρμακευτικές και διαγνωστικά κέντρα) για το 2021 μέσω δόσεων που θα συμφωνηθούν με τους οφειλέτες έως τα τέλη Ιουλίου. Επίσης, πρέπει να γίνει η συλλογή τουλάχιστον του 35% του clawback για το 2022 έως τον Οκτώβριο.

* Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια: Εδώ υπάρχουν οι εξής εκκρεμότητες. Κατ’ αρχάς οι Θεσμοί ζητούν να προχωρήσει ουσιαστικά η εκκαθάριση των 30.000 εκκρεμών υποθέσεων αφερεγγυότητας του παλιού νόμου Κατσέλη. Το 95% των υποθέσεων με επανακαθορισμένες ημερομηνίες ακρόασης θα πρέπει να έχει ημερομηνία ακρόασης έως τα τέλη Οκτωβρίου. Το υπόλοιπο 5% θα έχει ημερομηνία ακρόασης το αργότερο μέχρι το τέλος του 2022. Θα πρέπει επίσης να έχουμε τελεσίδικη δικαστική απόφαση για το 25% των υποθέσεων που ορίζεται μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Κατά δεύτερο στο νέο πτωχευτικό νόμο θα πρέπει μέχρι και το τέλος Σεπτεμβρίου να υπάρξει η διαβούλευση με τους ιδιώτες ενδιαφερόμενους για τον νέο φορέα διαχείρισης ακινήτων όπου θα μεταφέρονται τα ακίνητα των νοικοκυριών που δηλώνουν προσωπική πτώχευση. Επίσης, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 θα πρέπει να εξεταστούν οι καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου για δάνεια ύψους 470 εκατ. ευρώ προς ιδιώτες.

Οι άλλες ουρές

Όμως δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχουν κι άλλες παρεμβάσεις στις οποίες οφείλει να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση για να εξασφαλίσεις τις δύο εναπομείνασες δόσεις. Έτσι θα πρέπει έως τον Ιούνιο του 2023 στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας να εγκριθεί το παράγωγο δίκαιο για το σύστημα των ηλεκτρονικών εγγραφών και ραντεβού, αλλά και η εγγραφή ασθενών στο σύστημα του οικογενειακού γιατρού. Επίσης, έως τα τέλη Ιουλίου 2023 θα γίνει η εγγραφή των αυτοαπασχολούμενων οικογενειακών γιατρών στο σύστημα και θα πρέπει να φτάσει σε επίπεδο που θα επιτρέπει την κάλυψη τουλάχιστον του 85% του πληθυσμού.

Στη δικαιοσύνη, θα πρέπει να εξασφαλιστεί η βελτιωμένη λειτουργικότητα της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την έκδοση και την διαχείριση δικογράφων και να τεθεί σε πιλοτική λειτουργία έως τα τέλη Ιουνίου 2023. Πλέον θα εξεταστεί η εφαρμογή του μέτρου.

Κρίσιμη εκκρεμότητα αποτελεί και η έγκριση στην τελική τους μορφή των δασικών χαρτών, ώστε να προχωρήσει ταχύτερα η ολοκλήρωση του κτηματολογίου που θεωρείται μια από τις βασικές μεταρρυθμίσεις, η οποία θα καθυστέρησε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Τέλος, ως εκκρεμότητα για το φθινόπωρο υπάρχει και η κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας η οποία όπως είναι αυτονόητο είναι επίσης αρμοδιότητα του υπουργείου Εργασίας.

Τα καλά νέα

Από πλευράς και του υπουργείου Οικονομικών, αλλά και του Εργασίας εκφράζεται η πεποίθηση, ότι όλες οι αξιολογήσεις θα είναι θετικές για την χώρα και ήδη στο οικονομικό επιτελείο κάνουν σχέδια για το πώς θα χρησιμοποιηθούν οι τελευταίες δύο δόσεις με την έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Δείγμα της βεβαιότητας ότι έχουν εγγραφεί ως έσοδα οι συγκεκριμένες δύο δόσεις στο προσχέδιο του προϋπολογισμού.

Μάλιστα όπως δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, χάρη και σε αυτά τα κονδύλια θα συνεχιστεί η στήριξη των πολιτών και για το 2023. Φυσικά οι παρεμβάσεις για τη στήριξη απαιτούν σχεδόν πέντε δισεκατομμύρια ευρώ. Μέρος του ποσού θα καλυφθεί από τις δύο δόσεις.

Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι στο οικονομικό επιτελείο έχουν λάβει ως βάση ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς 4% το 2022 και για τουλάχιστον 3%  για το 2023. Κι όπως αναφέρουν πηγές του υπουργείου «υπάρχουν θετικές προοπτικές για τη βιομηχανία, τις εξαγωγές και τις επενδύσεις, οι οποίες και τα χρόνια της πανδημίας, όταν η διεθνής οικονομία είχε παγώσει, αύξαναν το ποσοστό τους στο ελληνικό ΑΕΠ». Πάντως υπάρχουν επιφυλάξεις για την βιομηχανία λόγω της ενεργειακής κρίσης, η οποία δεν φαίνεται να εξομαλύνεται.

Στον τομέα των επενδύσεων οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι «μετά από δεκαετίες η Ελλάδα πουλάει». Σε ό,τι αφορά τις άμεσες επενδύσεις θεωρούν ότι το περσινό ρεκόρ των 5 δισ. ευρώ θα διπλασιαστεί για φέτος και η δυναμική αυτή θα συνεχιστεί κατά τι μειωμένη και για το 2023. Αρωγός στην προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα θα είναι και το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων που αναμένεται να ξεπεράσει τα 12 δισ. και για το 2022 και το 2023 με βασικούς τροφοδότες το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ 2021-2027.

Εμπροσθοβαρή μέτρα στήριξης

Με βάση αυτές τις προβλέψεις το οικονομικό επιτελείο θα κινηθεί ώστε τα μέτρα στήριξης να είναι εμπροσθοβαρή. Δηλαδή αυτά τα τρία δισεκατομμύρια να έχουν χρησιμοποιηθεί στο πρώτο εξάμηνο του 2023 για να ανακουφίσουν τις οικογένειες από το κύμα ακρίβειας. Έτσι προς ώρας σχεδιάζονται μόνιμες παρεμβάσεις για το 2023 σε ό,τι αφορούν μισθωτούς και συνταξιούχους.

Είναι λογικό να τεθεί το ερώτημα «που θα βρεθούν τα χρήματα για να υπάρξει χρηματοδότηση των μέτρων;» Η απάντηση όσων χειρίζονται τους δημόσιους λογαριασμούς είναι κατ’ αρχήν από την ανάπτυξη. Το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ότι ανεξάρτητα από τις αυξομειώσεις που μπορούν να υπάρξουν το 2022 και το 2023 στην ανάπτυξη λόγω της κρίσης ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ για τη διετία μπορεί να φτάσει το 3,5%. Οι πηγές ανάπτυξης θα είναι και πάλι οι επενδύσεις, οι εξαγωγές και ο τουρισμός, ενώ θεωρείται ότι σταδιακά θα προκύπτει κρυφή ανάπτυξη, λόγω της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η δεύτερη πηγή χρηματοδότησης είναι η σταδιακή αναστροφή των μέτρων στήριξης κατά της ακρίβειας τα οποία αναμένεται να ξεπεράσουν για φέτος τα 12 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 5,5-6 δισ. ευρώ θα καλύψει ο Προϋπολογισμός. Τα ποσά αυτά θα μειωθούν κατά 50% το 2023 δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο περίπου 3 δισ. Η πρόβλεψη είναι ότι, παρά τη σημερινή εμμονή του πληθωρισμού, οι τιμές θα αρχίσουν να υποχωρούν σταδιακά και η εφοδιαστική αλυσίδα να αποκαθίσταται.

Μεγάλες ελπίδες υπάρχουν και από τον τουρισμό, ο οποίος αναμένεται φέτος να ξεπεράσει σε τζίρο τα 18,3 δισ. του 2019 και να αγγίξει τα 20 δισ. ευρώ. Ακόμη κι αν το 2023, λόγω γενικότερης οικονομικής κρίσης, δεν θα έχουμε και νέο ρεκόρ, αναμένεται ωστόσο και η επόμενη να είναι μια καλή χρονιά για τη λεγόμενη βαριά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας.

Το διεθνές περιβάλλον 

Σε ό,τι αφορά την επίδραση από το διεθνές περιβάλλον με την αύξηση των επιτοκίων, τη συνέχιση των ανατιμήσεων στα ενεργειακά προϊόντα και την επιβράδυνση της οικονομίας, το ΥΠΟΙΚ θεωρεί ότι θα έχουν επίδραση και στην ελληνική οικονομία αλλά θα είναι μικρότερη από ό,τι αναμένεται.

Ειδικότερα, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2023 στην προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού. Αν όμως επαληθευτεί το σενάριο για ύφεση στην Ευρωζώνη τότε η Κεντρική τράπεζα του ευρώ θα αναθεωρήσει τη θέση της. Δεν αποκλείεται συνεπώς μέσα στο 2023 να δούμε τα επιτόκια του ευρώ είτε να σταθεροποιούνται είτε να αρχίσουν να αποκλιμακώνονται από τον επόμενο χρόνο. Προς το παρόν η αύξηση του κόστους χρήματος δημιουργεί πρόβλημα μόνο με τη δανειοδότηση των επενδύσεων. Λύση δίνουν τα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 12,7 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης τα οποία μπορούν να απορροφήσουν τις πιέσεις για τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό προφίλ. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να περιμένουν τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία από το νέο ΕΣΠΑ.

Σε επίπεδο Δημοσίου το ελληνικό χρέος είναι σχεδόν ανεπηρέαστο από τις αυξήσεις καθώς τα 242 δισ. από τα 355 δισ. του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης είναι στα χέρια του επίσημου τομέα (κυρίως στο ESM και την ΕΚΤ) κι έχουν  σταθερά χαμηλά επιτόκια.

 

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα