Η κυβέρνηση σπαταλά χρόνο και αυτό κοστίζει σε… χρήμα

Κόλαφος για την κυβέρνηση είναι η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις και τις επιπτώσεις που αυτές είχαν στην ελληνική οικονομία. Χωρίς ιδιαίτερες περιστροφές οι συντάκτες της τριμηνιαίας έκθεσης (Ιανουάριος – Μάρτιος 2016) χρεώνουν στην κυβέρνηση ότι υπό το φόβο του πολιτικού κόστους επέλεξε μια παρατεταμένη διαπραγμάτευση η οποία όμως έχει υψηλό κόστος στην οικονομία.

Εμμέσως πλην σαφώς, το Γραφείο Προϋπολογισμού προειδοποιεί το Μέγαρο Μαξίμου και για τις πολιτικές επιλογές που έχουν γίνει, σημειώνοντας ότι «σε ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιοτήτων, η χώρα θα πρέπει να αποφύγει ό,τι θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση». Την ίδια ώρα, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά στις τράπεζες και τον κίνδυνο να χαθεί το όποιο όφελος από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση καθώς δεν προχωρεί η ρύθμιση των κόκκινων δανείων. «Το κόστος της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης μάλλον έχει υποτιμηθεί έναντι του πολιτικού οφέλους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στο κείμενο των συμπερασμάτων και υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα η πρώτη αξιολόγηση θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί τον Οκτώβριο/Νοέμβριο 2015.

«Παρά τη διαφαινόμενη πρόθεση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης για την πρώτη αξιολόγηση, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η παράταση της διαπραγμάτευσης (που έπρεπε να είχε τελειώσει τον Οκτώβριο / Νοέμβριο 2015 σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα) είχε σημαντικό κόστος. Έτεινε επίσης να παγιώσει την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συνθήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση», σημειώνεται ακόμη στην έκθεση.

Όσο για τις συνέπειες που προκαλούνται από τις μεθοδεύσεις αυτές, το Γραφείο Προϋπολογισμού κάθε άλλο παρά αισιόδοξο είναι, καθώς «η ύφεση συνεχίζεται και το 2016 πράγμα που προκαλεί και δημοσιονομικά προβλήματα. Είναι κοινός τόπος ότι σε τροχιά ύφεσης του ΑΕΠ τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και επομένως απειλούνται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα. Η κατάληξη είναι νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν». Οι επιστήμονες μάλιστα εκτιμούν ότι η επικείμενη συμφωνία με τους θεσμούς (μέτρα λιτότητας ύψους 5,4 δισ. ευρώ και 3,6 δισ. ευρώ) θα ασκήσει πιέσεις στην αναπτυξιακές προοπτικές.

Στην τριμηνιαία έκθεση υπάρχουν εκτενείς αναλύσεις για:

Την ανεργία: «Η οικονομική πολιτική δεν συμβάδισε με το στόχο να μειωθεί η ανεργία σε ανεκτά επίπεδα, ενώ η δομή της απασχόλησης χειροτέρευσε καθώς αυξήθηκε η μερική απασχόληση και άλλες μορφές επισφαλούς προσωρινής εργασίας».

Τις δυσλειτουργίες στο επίπεδο των μεταρρυθμίσεων: «Όσο μετατίθενται οι αναγκαίες τομές τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός που πρέπει να πληρωθεί για να γίνει βιώσιμο το ασφαλιστικό και περιορίζονται τα περιθώρια για δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής του».

Την δημοσιονομική πολιτική: «Αν μετά τη ψήφιση του νόμου αρχίζουν οι ολιγωρίες σε διάφορα επίπεδα διακυβέρνησης (από υπουργούς μέχρι περιφερειάρχες) και η κυβέρνηση εμπλέκεται σε μια διελκυστίνδα μεταξύ θεσμών και εσωτερικών παραγόντων τότε δεν αρκεί ένας νόμος ή μια συμφωνία για να σταλούν τα σωστά μηνύματα» υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Αναφορές γίνονται και στην κακή πρακτική της μη καταβολής των οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.

Επίσης, οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν επίσης ότι η πρόσφατη ανακεφαλοποίηση μπορεί «να εξουδετερωθεί λόγω της μη εξυπηρέτησης των κόκκινων δανείων. «Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τείνει να εξουδετερωθεί από την εκκρεμότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων» υπογραμμίζεται στην έκθεση για να προστεθεί: «Συχνά υποτιμάται ότι το τραπεζικό σύστημα υποφέρει από τη χαμηλή ποιότητα των δανείων του («κόκκινα δάνεια») παρά την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο».

Τέλος, το Γραφείο Προϋπολογισμού εξηγεί πως «νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να υπάρξει».

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα