«Φιλοξενία» Μέρκελ με μυαλό στον Σoλτς

Όλοι οι εγκληματολόγοι του δυτικού κόσμου συμφωνούν πως «ο δολοφόνος γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος». Κάπως έτσι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν και την επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα το τελευταίο διήμερο, μετά την παραδοχή της Γερμανίδας καγκελαρίου πως αδίκησε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και πίεσε αφόρητα τους Έλληνες.

Της Ευαγγελίας Τζαβάρα

Η επίσκεψη της Μέρκελ ήταν μία από τις τελευταίες που κάνει λίγο πριν παραδώσει τα κλειδιά της καγκελαρίας στον νικητή των πρόσφατων γερμανικών εκλογών, τον  Όλαφ Σολτς, ο οποίος μέχρι τα Χριστούγεννα θα έχει σχηματίσει τη νέα τρικομματική κυβέρνηση αποτελούμενη από Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους και Φιλελεύθερους. Φυσικά, εμείς ως φιλόξενη χώρα υποδεχθήκαμε μέσω του πρωθυπουργού την απερχόμενη καγκελάριο, ανεξαρτήτως εάν την ίδια ώρα χιλιάδες Αθηναίοι έριχναν κατάρες, καθώς για μία ακόμη φορά έκλεισε το κέντρο λόγω των μέτρων ασφαλείας.

Φυσικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανέμενε πολλά από τη συγκεκριμένη επίσκεψη, καθώς το μυαλό του Έλληνα πρωθυπουργού είναι στο πώς θα καταφέρει να στήσει έναν δίαυλο επικοινωνίας με τον νέο Γερμανό καγκελάριο, τον Όλαφ Σολτς. Έναν πολιτικό, που ήταν υπουργός Οικονομικών στην απερχόμενη κυβέρνηση και είχε μέσω του Eurogroup συνεργασία με τον Χρήστο Σταϊκούρα, ενώ ο νέος καγκελάριος διατηρεί και άριστες σχέσεις με τον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος με την ιδιότητα του προέδρου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς προσέφερε την αρωγή του στον προεκλογικό αγώνα του υποψηφίου των Σοσιαλδημοκρατών. Επιδίωξη του πρωθυπουργού είναι στους πρώτους μήνες του 2022 να συναντηθεί με τον κ. Σολτς, με βασικό στόχο να δει προς τα πού θα βαδίσουν οι μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και στο εάν ο νέος καγκελάριος παίξει πιο ευρωπαϊκή μπάλα στα ελληνοτουρκικά και δεν λοξοκοιτάζει προς την Άγκυρα, όπως έκανε πολλάκις η κα Μέρκελ.

Ο βασικός στόχος του πρωθυπυοργού είναι το πρώτο δια΄στημα της ανάληψης των καθηκόντων του Όλαφ Σολτς μία συνάντηση

Οπότε, δεν μας προξένησαν καμία απολύτως εντύπωση οι συμβουλές της. Τις έχουμε ακούσει ουκ ολίγες φορές. Και πλέον τις έχουμε μάθει απ’ έξω: «Οι λύσεις στα προβλήματα βρίσκονται μόνο με συνομιλίες που διεξάγονται σε πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού». Επίσης, τα ίδια ακούμε εδώ και χρόνια, όπως ότι «οι σχέσεις γειτονίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι σημαντικές και προς το συμφέρον όχι μόνο αυτών των δύο χωρών, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης».

Η Ελλάδα ευτυχώς δεν περιμένει από την κα Μέρκελ την αρωγή της και γι’ αυτό προχώρησε στις πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, για να έχει καλυμμένα τα νώτα της, καθώς επί ημερών της καγκελαρίου διαπιστώσαμε ότι οι οικονομικές συμφωνίες των γερμανικών εταιρειών ήταν πιο σημαντικές από τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η αλήθεια να λέγεται.  Οι γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία είναι πολλές, πάρα πολλές.

 Ποτέ δεν ήταν κοντά

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά το γεγονός ότι μετέχει στην ίδια ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια (αυτή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) με την κα Μέρκελ, ποτέ δεν βρέθηκε κοντά. Ποτέ δεν ανέπτυξε τη ζεστή φιλική σχέση που υπήρξε μεταξύ της κας Μέρκελ και του κ. Τσίπρα, παρά το γεγονός ότι η καγκελάριος και ο πρώην πρωθυπουργός προέρχονταν από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες. Και παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που υπέγραψε και στήριξε την υποψηφιότητα του Μάνφρεντ Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν.

Οι σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη με την Άνγκελα Μέρκελ μπορούν να κριθούν από την εκατέρωθεν επιφυλακτικότητα. Και πολλές φορές εν μέσω των τηλεδιασκέψεων έφτασαν στο «αμήν». Ειδικά στο διάστημα όπου η Ελλάδα δεχόταν την υβριδική επίθεση μέσω των μεταναστών από την Τουρκία, αλλά και λόγω της αρχικής αρνητικής στάσης της Γερμανίας στο να υπάρξει βοήθεια από την Κομισιόν για την πανδημία. Ήταν τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να συνταχθεί με τον Εμανουέλ Μακρόν και την Ιταλία. Κάτι που δεν άρεσε στην Μέρκελ.  «Η Μέρκελ είδε τον Κυριάκο με διστακτικότητα από την αρχή. Εκείνος το κατάλαβε πολύ καλά. Και αποφάσισε να είναι άμεμπτος απέναντί της, σίγουρα να μην αφήσει αυτήν τη σχέση εκεί. Να τη δουλέψει βήμα-βήμα, αλλά και χωρίς υπερβολές», λένε διπλωματικές πηγές που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα. Και τελικά, ο πρωθυπουργός έφτασε στο σημείο να κερδίσει από την καγκελάριο το σημείο του αμοιβαίου σεβασμού.

«Δεν έχουμε συμφωνήσει σε όλα, είχαμε κάποιες έντονες συζητήσεις», έχει πει ο Μητσοτάκης στη γερμανική «Bild», χαρακτηρίζοντας τη Μέρκελ «ως φωνή λογικής», αλλά και επιφυλάσσοντας το σχόλιο ότι «καμία Δημοκρατία δεν εξαρτάται από ένα και μόνο πρόσωπο».

Η ελληνική πλευρά με την επίσκεψη της κας Μέρκελ πόνταρε και στους συμβολισμούς. Η επικείμενη συνταξιοδότηση της κας Μέρκελ σηματοδοτεί και την αλλαγή σελίδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και τη διαμόρφωση νέων ισορροπιών εντός Ε.Ε., όπου η Ελλάδα ενδιαφέρεται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και σε ό,τι αφορά τη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας που προωθεί ο Μάριο Ντράγκι και στη δημιουργία ευρωστρατού που απαιτεί ο Εμανουέλ Μακρόν.  Κι όπως έχει επισημάνει ο πρωθυπουργός στα γερμανικά ΜΜΕ: «Η Ελλάδα του 2021 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2015 ή του 2010. Είναι μια διαφορετική χώρα».

 Οι σταθμοί κλειδιά

Συνεργάτες του πρωθυπουργού, ναι μεν λένε για τη δυσκολία τής Μέρκελ να λάβει αποφάσεις, αλλά «αν πειστεί, τότε όχι μόνο αλλάζει την αρχική της άποψη, αλλά ξέρει να την υποστηρίζει». Κάτι τέτοιο έγινε και με τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης. Στην αρχή η Μέρκελ δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα, και στο τέλος ηγήθηκε με τον Μακρόν για να σχεδιαστεί.

Επίσης, θυμούνται τον χειμώνα τού 2020, πριν ξεσπάσει η πανδημία, στο Νταβός, στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η ελληνική πλευρά κατέγραφε στα πηγαδάκια των συμμετεχόντων συνολικά ένα έντονο ενδιαφέρον για την Ελλάδα – «θα το αξιοποιήσουμε και γεωπολιτικά και οικονομικά», έλεγε ο Πρωθυπουργός στους συνεργάτες του. Κατέγραψε επίσης και το ζενίθ στις σχέσεις καγκελαρίας – Μαξίμου με ευθέως θετικές αναφορές τής Μέρκελ για τον Μητσοτάκη ως «ένας πρωθυπουργός, ο οποίος εφαρμόζει πραγματικά εντατικές μεταρρυθμίσεις».

Πολλούς μήνες αργότερα καταγράφηκε και το… ναδίρ, όταν το Βερολίνο για δεύτερη φορά είχε αποκλείσει την Αθήνα (όχι όμως και την Άγκυρα) από διάσκεψη για το μέλλον της Λιβύης, χωρίς καν πειστική, κατά την ελληνική πλευρά, δικαιολογία.

Διαβάστε επίσης

Χρησιμοποιούμε cookies για λόγους στατιστικών & επισκεψιμότητας Συμφωνώ Περισσότερα